Λογοτεχνικό Περιοδικό Ένεκεν τ.47 σ.142-144 Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2018
Η γοργόνα
Με λένε Μινά. Ξεκινήσαμε δύο μήνες πριν από τη Συρία, την Χάμα. Η μαμά μου με αγκάλιασε σφιχτά. Σε όλη την διάρκεια του δρόμου δεν με άφησε. Κάποιες φορές περπατήσαμε, κάποιες φορές πήραμε πολύ γεμάτα λεωφορεία ή σκονισμένα φορτηγά. Όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με λακκούβες. Προχωρούσαμε χοροπηδώντας. Αλλά η μητέρα μου δεν με άφησε ούτε ένα λεπτό. Στο δρόμο, οι άνθρωποι έλεγαν κάτι. Μερικοί στο λεωφορείο έκλαιγαν πολύ. Στην ουσία κι εγώ έκλαιγα. Σκότωσαν τον μπαμπά μου στη Χάμα. Δεν ξέρω γιατί τον σκότωσαν, τότε κι η μαμά μου έκλαψε πολύ, κι εγώ έκλαψα.
Το ταξίδι μας κράτησε πολύ. Κάποια στιγμή πέθαναν δύο παιδιά και ένας ηλικιωμένος μπάρμπας στον δρόμο. Τους έσκαψαν τάφους δίπλα στο δρόμο οι άντρες. Οι τάφοι των παιδιών ήταν μικροί. Οι μητέρες τους αγκάλιασαν σφιχτά τους τάφους τους, έκλαψαν πολύ, δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Αλλά οι άντρες τους τις τράβηξαν πίσω, είπαν ότι πρέπει να φύγουμε.
Όταν φτάσαμε κάπου, όλοι χάρηκαν λίγο παραπάνω. Μερικοί άντρες είπαν ότι μόλις βραδιάσει θα πάμε στην ακτή και θα πάρουμε το πλοίο. Στη μαμά μου είπαν ότι δεν μπορεί να έρθει. Η μητέρα μου τους παρακάλεσε πολύ. Ύστερα έβγαλε τρία βραχιόλια από το στέρνο της και τους τα έδωσε, τότε οι άνδρες είπαν «Εντάξει, ελάτε κι εσείς».
Το χωριό μας δεν είχε θάλασσα. Εγώ δεν είδα ποτέ μου θάλασσα. Κι η μητέρα μου δεν είχε δει. Πηγαίνοντας στην ακτή στα σκοτεινά πάλι δεν την είδαμε. Οι άνδρες μάς έβαλαν σε ένα πλοίο. Είχε πολύ κόσμο. Η μητέρα μου με αγκάλιασε, δεν με άφησε ποτέ ξανά. Οι άνδρες είπαν να κρατηθούμε καλά στις άκρες, η μητέρα μου με κράτησε ακόμα πιο σφιχτά. Κουνούσε πολύ πάνω από τη θάλασσα. Ήταν πολύ σκοτεινά, δεν μπόρεσα να δω τη θάλασσα. Έφτασε το αλμυρό νερό στο πρόσωπό μου. Έκανα εμετό από το αλάτι. Οι ηλικιωμένες γυναίκες προσεύχονταν, κι η μητέρα μου προσευχήθηκε. Μου είπε να μην τρομάζω η μαμά μου. «Πολύ λίγο έμεινε, σε λίγο θα φτάσουμε», είπε. Εγώ δεν τρόμαξα καθόλου. Έσταζαν δάκρια από τα ματιά μου λόγο αλατιού αλλά και λίγο έκλαψα. «Πολύ κύμα έχει,» είπαν οι άντρες. Όλο φώναζαν και έλεγαν να κρατηθούν σφιχτά όλοι. Ύστερα το πλοίο μας αναποδογύρισε.
Το χωριό μας δεν είχε θάλασσα, είχε ένα μικρό ρυάκι. Μέσα τα ψάρια κολυμπούσαν πολύ γρήγορα. Στην πραγματικότητα το ρυάκι μας δεν ήταν και πολύ μικρό, ήταν μεγαλούτσικο. Στις πλαγιές ήταν τα δένδρα. Ο μπαμπάς μου, μου είχε κάνει μια κούνια από δέντρο, μια φορά. Το σπίτι μας ήταν δίπλα στο ρυάκι κι η μητέρα μου είχε κάνει μια κούκλα από κάλτσες για μένα. Αλλά την ξέχασα στο λεωφορείο, στο δρόμο. Το σπίτι μας ήταν πολύ όμορφο.
Εμείς, όλοι πέσαμε μέσα στη θάλασσα. Η μητέρα μου με αγκάλιασε πολύ σφιχτά. Επειδή δεν είχαμε θάλασσα στο χωριό μας, εμείς δεν μάθαμε ποτέ να κολυμπάμε. Κι η μητέρα μου δεν έμαθε. Μαζί με την μητέρα μου, φτάσαμε στο βάθος του νερού. Μετά ανεβήκαμε λιγάκι προς τα πάνω. Όμως, οι πολλοί άντρες όλο και πατούσανε πάνω μας με τα πόδια τους, μετά ξανά πήγαμε προς το βάθος. Η μητέρα μου δεν με άφησε ποτέ, με αγκάλιασε σφιχτά. Επειδή το νερό ήταν αλμυρό κάηκε ο λαιμός μου. Η μητέρα μου με αγκάλιασε κι εγώ είπα από μέσα μου «Μην φοβάσαι, μάνα», απλά ήθελα να κλάψω λίγο. Η μητέρα μου δεν φοβήθηκε καθόλου, όλο και κοίταζε μέσα στα μάτια μου. Δεν μπορέσαμε να βγούμε ποτέ στην επιφάνεια.
Με λένε Μινά. Είμαι πέντε χρονών. Ξεκινήσαμε δύο μήνες πριν από την Χάμα. Εμείς δεν είδαμε ποτέ τη θάλασσα από έξω. Εδώ και μια εβδομάδα είμαι στο βάθος της θάλασσας, εγώ είμαι γοργόνα, η κόρη της Μεσογείου, η θάλασσα είναι η μητέρα μου πλέον. Η μητέρα μου με αγκάλιασε σφιχτά, δεν με αφήνει καθόλου. Γιατί όλες οι μάνες αγαπάνε πολύ τις κόρες τους.
Σεχέρ (2017)
Μετάφραση από τα τουρκικά: Lale Alatlı
Επιμέλεια: Φανή Βαλσαμάκη
Ο Σελαχατίν Ντεμίρτας (Selahattin Demirtaş), γεννήθηκε το 1973 στο Ελάζιγ (Τουρκία). Σπούδασε νομικά. Υπήρξε διευθυντής στην Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και στη Διεθνή Αμνηστία της Τουρκίας. Είναι συμπρόεδρος του Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (HDP) και παραμένει φυλακισμένος από τον Νοέμβριο του 2016. Γράφει διηγήματα και ποιήματα.
Denizkızı
Benim adım Mina. İki ay önce Suriye’den, Hama’dan yola çıktık. Annem bana sıkı sıkı sarıldı. Yol boyunca hiç bırakmadı. Bazen yürüdük, bazen çok kalabalık otobüslere, tozlu kamyonlara bindik. Yollar hep çukurdu. Zıplaya zıplaya gidiyorduk. Ama annem beni hiç bırakmadı. Yolda insanlar hep bir şeyler konuştular. Otobüste bazıları çok ağladı. Aslında ben de ağladım. Benim babamı öldürdüler Hama’da. Niye öldürdüler bilmiyorum, o zaman annem çok ağladı, ben de ağladım.
Yolculuğumuz çok uzun sürdü. Bir keresinde iki çocuk bir de yaşlı amca öldüler yolda. Onlara yol kenarında mezar yaptı adamlar. Çocukların mezarları küçüktü. Anneleri mezarlarına sıkı sıkı sarıldı, çok ağladılar, gelmek istemediler. Ama adamlar onları çektiler, gitmek zorundayız dediler.
Bir yere vardığımızda herkes biraz daha sevinçli oldu. Bazı adamlar dedi ki, gece karanlık olunca denizin kenarına gidip orada gemiye bineceğiz. Anneme siz gelemezsiniz dediler. Annem onara çok yalvardı. Sonra koynundan üç tane bilezik çıkardı, adamlara verdi, tamam o zaman, siz de gelin dediler.
Bizim köyde deniz yoktu. Ben hiç deniz görmedim hayatımda. Annem de görmemiş. Karanlıkta denizin kenarına gidince yine göremedik denizi. Adamlar bizi bir gemiye bindirdiler. Çok kalabalık olduk. Annem bana sarıldı, hiç bırakmadı. Adamlar dedi ki, kenarları sıkı sıkı tutun, annem beni daha sıkı tuttu. Denizin üstünde çok sallandık. Kapkaranlık olduğu için denizi göremedim. Yüzüme tuzlu sular geldi. Tuzdan ben kustum. Yaşlı kadınlar dualar okudular, benim annem de okudu. Bana hiç korkma dedi annem. Çok az kaldı, birazdan yetişeceğiz dedi. Ben hiç korkmadım. TUzdan gözlerimizden yaş aktı ama biraz da ağladım. Çok dalga var dedi adamlar. Hep bağırdılar, bir de herkes çok sıkı tutunsun dediler. Sonra gemimiz devrildi.
Bizim köyde deniz yoktu, küçük bir deremiz vardı. İçindeki balıklar çok hızlı yüzüyordu. Aslında deremiz çok küçük değildi, birazcık büyüktü. Kenarında ağaçlarımız vardı. Babam bir kere bana ağaçtan salıncak yapmıştı. Evimiz derenin kenarındaydı. Annem de bana eski çoraplardan bi bebek yapmıştı. Ama onu yolda otobüste unuttum. Evimiz çok güzeldi.
Biz hepimiz denizin içine düştük. Annem bana çok sıkı sarıldı. Bizim köyde deniz olmadığı için biz hiç yüzme öğrenemedik. Annem de öğrenemedi. Annemle birlikte suyun dibine doğru gittik. Sonra biraz yukarı doğru çıktık. Ama kalabalık adamlar hep ayaklarıyla bizim üzerimize bastılar, sonra yine dibe doğru gittik. Annem beni hiç bırakmadı, sıkı sıkı sarıldı. Su tuzlu olduğundan benim boğazım yandı. Annem bana sarıldı, ben de içimden korkma anne dedim, biraz ağlamak istedim sadece. Annem de hiç korkmadı, hep gözlerimin içine baktı. Hiç çıkamadık denizin dibinden.
Benim adım Mina. Beş yaşındayım. İki ay önce Hama’dan yola çıktık. Biz hayatımızda denizi hiç dışarıdan göremedik. Bir haftadır denizin dibindeyim, ben denizkızıyım, Akdeniz’in kızı, deniz benim annem artık. Annem beni sıkı sıkı sardı, hiç bırakmıyor. Bütün anneler kızlarını çok severler çünkü.
Seher (2017)