Εντευκτήριο, λογοτεχνικό περιοδικό 117-118 σ.18
Μοιρολόι στον Διάβολο
Το όνομα του σκύλου μου ήταν Διάβολος
το «ήταν» δεν πάει στο όνομά του
δεν έγινε τίποτα στο όνομά του.
Δεν έμοιαζε με το όνομά του.
Οι διάβολοι είναι άπονοι
οι άπονοι ψεύτες, πονηροί
οι άπονοι δεν είναι έξυπνοι.
Ο σκύλος μου ήταν έξυπνος.
Λιγάκι τον σκότωσα κι εγώ
δεν ήξερα να τον φροντίζω.
Αν δεν ξέρεις να φροντίζεις
μην φυτεύεις ούτε δέντρο.
Το δέντρο που ξεραίνεται στο χέρι του ανθρώπου
γίνεται καημός του.
Θα πεις πως το κολύμπι μαθαίνεται σε νερό.
Έτσι είναι.
Αν πνιγείς όμως
μόνο εσύ θα πνιγείς.
Τόσα πρωινά ξυπνώ
αφουγκράζομαι
δεν γρατζουνάει κανείς την πόρτα μου.
Μου έρχεται να κλάψω
ντρέπομαι που δεν μπορώ να κλάψω.
Ήταν σαν άνθρωπος.
Τα περισσότερα ζώα είναι έτσι
και μάλιστα σαν καλός άνθρωπος.
Ο χοντρός ο λαιμός του υποκλινόταν με λεπτότητα στη φιλία.
Στα δόντια και στα πόδια του η λευτεριά,
στην τριχωτή μακριά ουρά η ευγένεια.
Μου έλειπε. Κι εγώ σ’ εκείνον.
Μιλούσε για τα πιο σημαντικά
για πείνα, χόρταση, για έρωτες.
Όμως δεν ήξερε τη νοσταλγία για την πατρίδα.
Εμένα εκεί το μυαλό μου.
Έβαλαν τον ποιητή στον παράδεισο
«Αχ, πατρίδα μου!» είπε.
Πέθανε
όπως πεθαίνει κανείς σε τούτον τον κόσμο
άνθρωπος ζώο φυτό
σε κρεβάτι χώμα αέρα νερό
ξαφνικά, περιμένοντας ή στον ύπνο
όπως πεθαίνεις σε τούτον τον κόσμο
όπως θα πεθάνω
όπως θα πεθάνουμε…
Σήμερα τριάντα οκτώ υπό σκιά.
Ρεμβάζω το δάσος από το μπαλκόνι.
Τα ψηλά πεύκα κατακόκκινα,
ο ουρανός μπλε ατσαλένιο.
Οι άνθρωποι μεσ’ στον ιδρώτα,
μια πιθαμή οι γλώσσες των σκύλων
πάνε στη λίμνη για μπάνιο.
Θα αφήσουν το βάρος των σωμάτων τους στην όχθη
τη χαρά θα μοιραστούν των ψαριών.
Ναζίμ Χικμέτ – Ιούνιος 1956 Μόσχα
Μετάφραση από τα τουρκικά: Lale Alatli
Επιμέλεια: Αθηνά Κατσίβελη
Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν (Nâzım Hikmet Ran), Θεσσαλονίκη, 15 Ιανουαρίου 1902 – Μόσχα, 3 Ιουνίου 1963) ήταν Τούρκος ποιητής και δραματουργός. Τα έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Το παρατσούκλι του ήταν «Ρομαντικός Κομμουνιστής» και «Ρομαντικός Επαναστάτης». Τα πιο πολλά χρόνια της ζωής του τα πέρασε φυλακισμένος και εξόριστος.
Şeytana Mersiye
“Köpeğimin adı Şeytan’dı,
(dı)’lık adıyla ilgili değil,
adına bir şey olmadı.
Adına benzemezdi de.
Şeytanlar zalim olur,
zalimler: yalancı, kurnaz,
ama zalimler akıllı olmaz.
Köpeğim akıllıydı.
Biraz da ben öldürdüm köpeğimi,
bakmasını bilemedim.
Bakmasını bilemezsen
ağaç bile dikme.
Elinde kuruyan ağaç
derdolur adama.
Yüzmek suda öğrenilir, diyeceksin.
Doğru.
Boğulursan
Bir sen boğulursun ama.
Kaç sabahtır uyanıyorum,
dinliyorum ortalığı,
kapımı tırmalayan yok.
Ağlamak geliyor içimden,
ağlayamadığım için utanıyorum.
İnsan gibiydi.
Hayvanların çoğu insan gibidir,
hem de iyi insan gibi.
Kalın boynu kıldan inceydi dostluğun buyruğunda.
Hürriyeti, dişleriyle bacaklarındaydı,
nezaketi, tüylü uzun kuyruğunda.
Göresim gelirdi birbirimizi.
En büyük işlerden konuşurdu:
açlıktan, tokluktan, sevdalardan.
Ama bilmedi sıla hasretini.
Benim başımda o iş.
Şairi cennete koymuşlar
“Ah, memleketim!” demiş.
Öldü,
bu dünyada nasıl ölünürse,
insan olsun, hayvan olsun, bitki olsun,
döşekte, toprakta, havada, suda,
ansızın, bekleyerek, uykuda,
bu dünyada nasıl ölünürse,
nasıl öleceksem,
nasıl öleceksek…
Bu gün gölgede otuz sekiz.
Ormana bakıyorum balkondan,
Çamlar ince uzun yükseliyor kıpkırmızı,
gökyüzü çelik mavisi.
İnsanlar ter içinde,
köpeklerin dili bir karış,
göle gidiyorlar yıkanmaya.
Kıyıda bırakacaklar vücutlarının ağırlığını,
balıkların bahtiyarlığını paylaşacaklar.”
Nazım Hikmet