λογοτεχνικό περιοδικό Ένεκεν τ.43 σ.188-192 Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2017
Εκεί μακριά είναι ένα χωριό
Στις 15 Ιουλίου του 2003 ξύπνησα πριν το χάραμα και ετοιμάστηκα με πολλή φροντίδα σαν να πήγαινα στο πρώτο μου ραντεβού. Έβαλα το «βιβλίο της Δέσπως», που χρόνια το φύλαγα σαν τα μάτια μου, στην τσάντα. Δεν θυμάμαι πόσες φορές κοίταξα το ρολόι όσο περίμενα να ξυπνήσουν και να ετοιμαστούν οι αδερφές μου. Ο χρόνος δεν έλεγε να περάσει. Όταν επιτέλους ξύπνησαν, κατάφερα να τις πείσω να ξεκινήσουμε νωρίτερα από την ώρα που είχαμε κανονίσει. Κι έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο στις 7 το πρωί.
Όταν το αμάξι μας πλησίαζε τη Λευκωσία περνώντας τον Πενταδάχτυλο, μέσα μου ήμουν γεμάτη συναισθήματα: νοσταλγία, συγκίνηση, φόβο, περιέργεια. Όλα μαζί. Φτάσαμε στα σύνορα που χώριζαν στα δύο το νησί. Ενώ ολοκληρωνόταν οι διαδικασίες από την τουρκοκυπριακή και την ελληνοκυπριακή αστυνομία για την έξοδο και την είσοδό μας, σκεφτόμουν συνέχεια γιατί χρειαζόταν όλα αυτά για να μπορούμε να ‘ρθουμε στη γραμμένη με διαφορετικό αλφάβητο ίδια πόλη.
Μόλις περάσαμε τα σύνορα άρχισα να νιώθω σαν να ΄μουν ξανά 12 χρονών.
Ήθελα να σκαρφαλώσω σε κάθε δένδρο που έβλεπα, να απλώσω το χέρι μου σε κάθε βρύση να πιω διψασμένα το νερό της, να μπω στο πρώτο μπακάλικο να πάρω τα μπισκοτάκια και τα παγωτά της παιδικής μου ηλικίας. Κι επίσης να περπατήσω σε όλους τους δρόμους και αφού χαιρετίσω με «γεια σου» ή με «καλημέρα» όλον τον κόσμο, μετά να ρωτήσω για τη «Δέσπω».
Άρχισα να το ξεφυλλίζω. Το βιβλίο που με τόση προσοχή είχα τακτοποιήσει στην τσάντα μου το πρωί, πριν ξεκινήσει αυτό το ταξίδι. Το είχα βρει χρόνια πριν, στο σπίτι που μας είχε παραχωρηθεί για να μείνουμε όταν είχαμε μεταναστεύσει. «Το βιβλίο της Δέσπως» σε εκείνο το σπίτι που εγκαταλείφθηκε από τους ιδιοκτήτες του μετά τον πόλεμο, ήταν το μοναδικό πράγμα που δεν ήταν άξιο να λεηλατηθεί από τους κυνηγούς θησαυρού.
Την πρώτη φορά που το άνοιξα, βρήκα το όνομά της που είχε γραφτεί σε κάθε σελίδα του με πολλή τέχνη. Από τότε, κάθε νύχτα πριν κοιμηθώ το κοίταζα και σκεφτόμουν επί ώρες την ιδιοκτήτριά του που μάλλον τη λέγανε «Δέσπω». Τη φανταζόμουν μελαχρινή με κυματιστά μαλλιά, στην ηλικία μου, με έξυπνο βλέμμα και γεμάτη αγάπη. Πίστευα ότι και σε αυτήν θα άρεσε να ονειρεύεται. Είχα κυκλώσει με καρδούλες κάθε σημείο του βιβλίου που έγραφε το όνομά της και δίπλα είχα γράψει και το δικό μου. Χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω πού και πώς, ονειρευόμουν πως θα συναντιόμασταν μια μέρα. Φανταζόμουν τη συγκίνηση και τη χαρά που θα ένιωθε όταν θα της έδινα το βιβλίο της και αισθανόμουν έκσταση και μόνο στη σκέψη αυτή. Μετά, θα μιλούσε η κάθε μία για τη ζωή της και θα γινόμασταν φίλες κολλητές.
Στη διάρκεια του δίωρου ταξιδιού μας από τα σύνορα μέχρι το χωριό μας, στο αμάξι ήμασταν μόνο εγώ 12χρονη κι η φίλη μου η Δέσπω. Της είπα πως χρόνια την έψαχνα και πόσο ήθελα να τη γνωρίσω από κοντά και να της δώσω το βιβλίο της.
«Σου έλειψαν το χωριό σου και τα παιδικά σου χρόνια;» με ρώτησε.
«Ναι, μου έλειψε πολύ το χωριό μου. Τα παιδικά μου χρόνια και μου έλειψαν και δεν μου έλειψαν» της απάντησα.
Ήθελα κι εγώ να της κάνω χίλιες ερωτήσεις, αλλά δεν έβγαινε η φωνή μου. Έλεγα στον εαυτό μου ότι πρέπει να της μιλήσω στα ελληνικά, όχι στα τουρκικά. Δεν μπορούσα όμως να της μιλήσω σε καμία γλώσσα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, η Δέσπω δεν ήταν δίπλα μου. Κρατούσα στα χέρια μου το βιβλίο, ακόμα ανοιχτό. Ήρθανε στον νου μου οι ημέρες που παίζαμε μαζί ελληνόπουλα και τουρκόπουλα, επί ώρες. Συνεννοούμασταν μια χαρά και ας μην ξέραμε ο ένας τη γλώσσα του αλλουνού. Στα χείλια μου σχηματίστηκε ένα πικρό χαμόγελο.
Μόλις συνήλθα από το όνειρο που έβλεπα, ρώτησα πόσο δρόμο είχαμε ακόμα.
«Είμαστε στο χωριό» μου είπανε. Κοίταξα γύρω μου. Δεν είδα ούτε ένα κτίριο, ούτε έναν δρόμο οικείο. Σκέφτηκα πως «Να τώρα, θα δούμε ένα νοσοκομείο». Ένας μαχαλάς με διώροφα σπίτια εμφανίστηκε. Είπα πως πιο πέρα θα είναι ένα γήπεδο. Ήταν όμως ένα τεράστιο κτήριο.
Η αδερφή μου σταμάτησε το αυτοκίνητο ακριβώς την ώρα που θα έλεγα: «Είμαστε σίγουροι ότι εδώ είναι το χωριό μας;». Κατέβηκα από το αμάξι και χωρίς να πω τίποτα στις αδερφές μου, άρχισα να περπατάω. Δεν υπήρχε συγκεκριμένη κατεύθυνση ούτε και δρόμος που ήθελα να πάω. Προσπαθούσα να κρύψω τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια μου για να μην τα δει κανείς. Το μόνο που ήθελα ήταν να περπατήσω και να χαθώ στα σοκάκια.
Είχα ιδρώσει από τη ζέστη αλλά συνέχιζα να περπατάω. Ήμουν δυστυχισμένη. Ένιωθα απογοητευμένη και προδομένη. Τα μάτια μου έψαχναν ένα δένδρο που θα μπορούσα να βρω καταφύγιο και να αναπνεύσω στη σκιά του. Κατευθύνθηκα στο πρώτο που είδα. Όσο πλησίαζα, μου ερχόταν μια πολύ γνώριμη μυρωδιά. Τα κλαδιά του σαν να μην ήταν πλέον κλαδιά, αλλά τα χέρια μιας μοσχοβολιστής μάνας που ήθελε να με αγκαλιάσει στοργικά. Εκείνη τη στιγμή είπα: «Ναι, αυτό είναι το δικό μου χωριό!».
Σταμάτησα να ξεκουραστώ και μετά άρχισα να τρέχω, χωρίς να νοιάζομαι προς τα πού. Σαν να ήξερα πως μόλις έστριβα θα εμφανιζόταν το δημοτικό μου. Και ναι, αυτή τη φορά δεν έκανα λάθος. Άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες τρέχοντας. Περίεργο! Δεν κουράστηκα, ενώ παλιά θυμάμαι πως σταματούσα τρεις και τέσσερις φορές. Και να τους! Οι φίλοι μου! Ήταν εκεί και έτρεχαν μαζί μου! Ακόμα και οι δάσκαλοί μου που δεν ζούσαν πια, ήταν και αυτοί εκεί… Σαν να μην είχαν περάσει 30 χρόνια. Ξαφνικά τα χέρια μου πόνεσαν, καθώς θυμήθηκα τη μέρα που μας ξυλοφόρτωσε ο δάσκαλος…
Άναψα ένα τσιγάρο και μετά ακόμα ένα… Και δεν ήθελα να φύγω από κει και ανυπομονούσα να δω το σπίτι μου. Για να φτάσουμε στο σπίτι, έπρεπε να σκαρφαλώσουμε έναν ανήφορο που τότε με κούραζε πολύ. Ενώ τώρα, αυτός ο δρόμος ούτε μακρύς, ούτε ανηφορικός, ούτε κουραστικός μού φάνηκε. Να το! Το σπίτι που γεννήθηκα, ήταν μπροστά μου! Το σπίτι που ερχόταν στα όνειρά μου κάθε νύχτα, εδώ και 30 χρόνια!
Οι τοίχοι του ήταν μισογκρεμισμένοι. Το ταβάνι σε κάποια σημεία είχε πέσει εντελώς. Τα συντρίμμια σχημάτιζαν στο πάτωμα, μια μουχλιασμένη, πολυκαιρισμένη στοίβα. Το σπίτι βρισκόταν σε μία κατάσταση σαν να ήταν μαλωμένο με τη ζωή. Περίμενε το θάνατο γιατί εγκαταλείφθηκε. Σαν να μην ήταν το δικό μας σπίτι. Το να βλέπω ότι είναι μονάχα λίγα βήματα οι αυλές που όταν ήμουν παιδί κουραζόμουν να τρέχω για να τις διασχίσω, μου δημιούργησε μία πολύ μεγάλη απογοήτευση. Θεέ μου! Πόσο είχαν μικρύνει τα πάντα! Ένιωθα σαν ένας γίγαντας στη χώρα των νάνων.
Θα ήταν καλύτερα αν έμεναν όπως ήταν στα όνειρά μου, άραγε; Έπρεπε να φύγω από κει… Το καλύτερο θα ήτανε να ξεχάσω το σήμερα και το εδώ και να αφήσω τα πάντα όπως στις αναμνήσεις μου. Όμως αν έφευγα, θα ήταν σαν να μην είχα πια σπίτι. Φοβόμουνα μη τυχόν αυτή η εικόνα εγκατασταθεί στη μνήμη μου! Θα την έβλεπα κάθε φορά που θα σκεφτόμουν το σπίτι όπου γεννήθηκα και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια! Παρόλα αυτά, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από εκεί.
Άρχισα να ψάχνω στα πατώματα. Κάτι. Μία ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να με πείσει ότι αυτό είναι το δικό μας σπίτι. Περπάτησα προς το δωμάτιο όπου κοιμόμασταν με τις αδερφές μου. Μύριζε σκόνη, μούχλα και ποντικοκούραδα. Φαινόταν από κάθε γωνιά ότι κανείς δεν είχε ζήσει εδώ για πολλά πολλά χρόνια. Στο πάτωμα υπήρχαν δεκάδες αντικείμενα που δεν μπορούσες να καταλάβεις τι είναι, επειδή εντελώς κατεστραμμένα.
Δεν είχα πει σε κανέναν ότι θέλω να ψάξω μία ανάμνηση τριάντα χρόνων. Αλλά ήθελα τόσο πολύ να μπορέσω να βρω κάτι! Ένα τόσο δα μικρό πράγμα από αυτά που είχαμε αφήσει φεύγοντας πίσω μας, με την ιδέα της βέβαιης επιστροφής. Αν μπορούσα να βρω ακόμα και μία μοναδική ανάμνηση από το παρελθόν μας, θα μπορούσα να συνεχίσω να νιώθω στο σπίτι μου για πάντα.
Τη στιγμή που είχα χάσει την ελπίδα μου και ετοιμαζόμουν να φύγω, κάπου σκάλωσε το πόδι μου. Ενώ προσπαθούσα να το βγάλω, την προσοχή μου τράβηξαν κάτι σημάδια στον τοίχο, εκεί που είχα ακουμπήσει το χέρι μου για να στηριχτώ. Όταν πλησίασα τα σημάδια, τα μάτια μου σκοτείνιασαν και τα πάντα θόλωσαν. Θεέ μου! Μπορεί να είναι η φαντασία μου; Εκείνη τη στιγμή δεν βρισκόμουν ούτε στο σήμερα ούτε στο τότε. Πάτησα το κουμπί της φωτογραφικής μηχανής και τράβηξα δεκάδες φωτογραφίες. ‘Ητανε οι ζωγραφιές και οι λέξεις που είχαμε φτιάξει στον τοίχο, μαζί με τις αδερφές μου, ακριβώς 35 χρόνια πριν. Ακόμα και η υπογραφή μου υπήρχε στο κάτω μέρος: «Νεβγκιούλ 1970».
Είχα βρει το σπίτι μου επιτέλους! Ξαφνικά όλη εκείνη η μυρωδιά σκόνης, βρώμας και μούχλας είχε φύγει· είχε γεμίσει το δωμάτιο με μυρωδιές από νάρκισσο και κυκλάμινο· είχαν στρωθεί στα κρεβάτια, κάτασπρα σεντόνια· είχαν αρχίσει να βράζουν μεγάλοι μπακιρένιοι τεντζερέδες, ρούχα στα καζάνια· είχαν μαζευτεί στην αυλή του σπιτιού όλα τα κορίτσια του μαχαλά για να παίξουν πεντόβολα και η γειτόνισσα είχε φανεί στην πόρτα με ένα πιάτο φακόρυζο στα χέρια της. Είχα βρει την παιδική μου ηλικία. Τώρα πια είχα και εγώ ζωγραφιές από τα παιδικά μου χρόνια.
Θα γράψω ένα βιβλίο μια μέρα και θα είναι αυτές οι ζωγραφιές εξώφυλλο.
Μετάφραση από τα τουρκικά: Lale Alatlı
Επιμέλεια: Αθηνά Κατσίβελη
Η Νεβγκιούλ Ντουμάν (Nevgül Duman) γεννήθηκε το 1962 στο χωριό Αυδήμου που υπάγεται στη Λεμεσό της Κύπρου όπου και έζησε μέχρι τα 12 της χρόνια. Το 1974 η οικογένειά της, μαζί με όλο το χωριό, αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στην Κυρήνεια της Βόρειας Κύπρου.
Έφυγε από την Κύπρο για σπουδές. Αποφοίτησε από τη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης. Επέστρεψε για επαγγελματικούς λόγους στην Κύπρο, όπου έμεινε 6 χρόνια. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Κωνσταντινούπολη και ασχολείται με τη λογοτεχνία και τη συγγραφή.
Orda Bir Köy Var Uzakta
2003 yılının 15 Temmuz’unda gün henüz aydınlanmadan uyanmış, ilk sevgili ile buluşmaya gider gibi özenle hazırlanmış, yıllardır dikkatle sakladığım “Despo’nun kitabını” çantama yerleştirmiş ve yola çıkmak üzere kardeşlerimin de uyanıp hazırlanmasını beklemeye başlamıştım. Saate kaç kez baktığımı hatırlamıyorum. Zaman bir türlü geçmek bilmiyordu. En sonunda herkesi kararlaştırmış olduğumuz saati beklemeden yola çıkmak üzere ikna etmeyi başarmıştım. Böylece sabahın yedisinde yola koyulduk.
Arabamız Beşparmak Dağları’nı aşıp Lefkoşa’ya doğru yaklaşırken özlem, heyecan, korku ve merak gibi karmakarışık duygular içerisindeydim. Biz adayı ikiye bölen sınıra ulaşıp da Türk ve Rum polisi tarafından çıkış ve giriş işlemlerimiz tamamlanırken, adı farklı bir alfabeyle yazılmış olsa bile, aslında aynı şehre gelebilmek için bunlara neden gerek olduğunu düşünüp durdum.
Sınırı geçer geçmez kendimi yeniden 12 yaşındaymış gibi hissetmeye başlamıştım. Gördüğüm her ağaca tırmanmak, her çeşmeye avucumu dayayıp kana kana su içmek, gördüğüm ilk bakkala girip çocukluğumun bisküvi ve dondurmalarından almak istiyordum. Bir de tüm sokakları dolaşmak, karşıma çıkan herkese “yia su”, “kalimera” dedikten sonra “Despo”yu sormak istiyordum.
Yola çıkmadan çantama özenle yerleştirdiğim kitabı çıkartarak sayfalarını karıştırmaya başladım. Yıllar önce, kuzeye göç ettiğimizde yaşamamız için bize tahsis edilen evde bulmuştum onu. Savaşın ardından sahiplerinin terk ettiği evde, ganimetçiler tarafından yağmalanmaya değer görülmeyen tek şeydi o kitap.
Kitabın sayfalarını karıştırırken her sayfasına özenle yazılmış bir isim fark etmiştim. O günden sonra her gece yatmadan önce saatlerce o kitaba bakar, adının “Despo” olduğunu tahmin ettiğim sahibini düşünürdüm. Benimle aynı yaşlarda, esmer, dalgalı saçlı, cin bakışlı ve sevgi dolu bir kız çocuğu olarak hayal ederdim onu. Onun da benim gibi hayal kurmayı sevdiğini düşünürdüm. Kitapta “Despo” yazan her yeri kalp içine almış yanına da kendi ismimi yazmıştım. Nerede ve nasıl olacağını tam olarak kestirememekle birlikte bir gün mutlaka karşılaşacağımızın hayalini kurar, kitabı ona verirken duyacağı heyecan ve mutluluğu hayal ederek heyecanlanırdım. Ona kitabını verdikten sonra birbirimize yaşadıklarımızı anlatacak ve çok iyi arkadaş olacaktık.
Sınırdan köyümüze ulaşana kadar geçen iki saatlik yolculuğumuz boyunca arabada yalnızca 12 yaşındaki ben ve arkadaşım Despo vardı. Yıllarca onu aradığımı, onunla tanışıp kitabını vermeyi ne kadar çok istediğimi anlattım.
“Köyünü ve çocukluğunu özledin mi?” diye sordu.
“Evet, köyümü çok özledim. Çocukluğumu ise hem özledim hem özlemedim,” diye cevapladım.
Ben de ona binlerce soru sormak istiyordum ama sesim çıkmıyordu. Türkçe değil Rumca sormalıyım diyordum kendi kendime ama her iki dilde de konuşamıyordum. Gözlerimi açtığımda Despo yanımda değildi ve kitap hâlâ elimdeydi. Çocukken, Türk ve Rum çocuklar birbirimizin dillerini bilmediğimiz halde saatlerce hep bir arada oyun oynadığımız ve anlaşabildiğimiz günler aklıma geldi ve dudaklarıma buruk bir tebessüm yerleşti.
Gördüğüm rüyanın etkisinden sıyrılır sıyrılmaz ne kadar yolumuz kaldığını sordum. “Köydeyiz,” dediler. Etrafıma bakındım ama aşina olduğum tek bir bina veya yol göremedim. Şimdi karşımıza bir hastane çıkacak, diyordum ama karşımıza iki katlı evlerden oluşan bir mahalle çıkıyordu. İleride futbol sahası olacaktı, diyordum ama onun olması gereken yerde de koca bir bina vardı.
Tam “Buranın bizim köyümüz olduğuna emin miyiz?”demek üzereydim ki kardeşim arabayı durdurdu. Arabadan indim ve kimsenin bir şey sormasına fırsat vermeden yürümeye başladım. Ne gitmek istediğim bir yön vardı ne de bulmak istediğim bir yol. Sadece yürümek ve sokaklarda kaybolmak istiyordum. Bir yandan da kimse görmesin diye gözlerimden süzülen yaşları saklamaya çalışıyordum.
Hava o kadar sıcaktı ki ter içinde kalmıştım ama yürümeye devam ediyordum. Mutsuzdum. Hayal kırıklığına ve ihanete uğramış gibi hissediyordum. Gözlerim gölgesine sığınıp soluklanacağım bir ağaç arıyordu. Gözüme kestirdiğim ilk ağaca doğru yürümeye başladım.
Ben ağaca yaklaştıkça ağacın olduğu yerden, çok uzaktan ama çok tanıdık bir koku gelmeye başladı. Ağacın dalları artık sadece ağaç dalı değil, beni bağrına basmak isteyen şefkatli ve mis kokulu bir annenin açılmış kollarıydı sanki. İşte o an “Evet,” dedim, “Bu benim köyüm”.
Soluklanmaktan vazgeçip yürümeye devam ettim. Hem köşeyi döndüğümde karşıma ne çıkacağını kestiremiyordum hem de nereye gittiğimi biliyor gibiydim. Bu çelişik ruh hali ile ilerlemeye devam ederken karşıma çocukluğumun en güzel anılarının geçtiği ilkokulum çıktı. Hemen koşar adım merdivenleri çıkmaya başladım. Hayret! Yorulmuyorum. Oysa bu merdivenleri çıkarken üç kere dinlendiğimi hatırlıyorum. İşte arkadaşlarım orada benimle birlikte koşuyorlardı. Artık hayatta olmayan öğretmenlerim bile oradaydı… Aradan 30 yıl geçmemişti sanki… Ellerim acıdı birdenbire, sıra dayağından geçtiğimiz günü hatırladığımda…
Bir sigara yakıyorum, sonra bir tane daha…. Hem oradan ayrılmak istemiyor hem de evimi görmek için sabırsızlanıyordum. Eve ulaşmak için bir yokuşu tırmanmak gerekiyordu ve o yokuş o zamanlar beni çok yoruyordu. Oysa şimdi, bu yol ne uzun ne dik ne de yorucu gelmişti. İşte, tam 30 yıldır her gece rüyalarıma giren doğduğum ev karşımda!
Duvarları yıkılmak üzere, tavanı yer yer çökmüş, köhne bir beton yığını duruyordu karşımda. Terk edildiği için hayata küsmüş, ölümü bekleyen bir hali vardı evin. Sanki bizim evimiz değildi. Çocukluğumda koşarken yorulduğum avlularda sadece birkaç adım atabildiğimi görmek bende büyük bir hayal kırıklığı yaratmıştı. Tanrım! Her şey ne kadar küçülmüştü. Kendimi cüceler ülkesindeki dev gibi hissediyordum.
Hayallerimdeki gibi kalsa daha mı iyi olurdu acaba? Gitmeliydim buradan! En iyisi bugünü ve burayı unutmak ve her şeyi anılarımdaki gibi bırakmak olacaktı. Ama gidersem artık bir evim olmayacaktı sanki. Doğduğum ve çocukluğumun geçtiği evi artık her düşlediğimde hafızama yerleşecek görüntünün bu olmasından korkuyordum ancak yine de oradan ayrılamıyordum.
Yerlerde bir şeyler aramaya başladım. Çocukluğumdan bir anı veya beni bu evin evimiz olduğuna inandıracak başka herhangi bir şey. Kardeşlerimle birlikte yattığım odaya doğru yürüdüm. İçerisi toz, küf ve fare pisliği kokuyordu. Yıllardır burada yaşanmadığı her halinden belliydi. Yerlerde çürüdüğü için ne olduğu anlaşılmayan onlarca nesne vardı.
Kimseye 30 yıl öncesinden bir anı aradığımı söylememiştim ancak bir şeyler bulabilmeyi o kadar çok istiyordum ki… Nasıl olsa geri döneceğiz düşüncesi ile giderken arkamızda bırakmış olduklarımızdan küçücük bir şey, geçmişimize ait tek bir hatıra bulabilsem kendimi sonsuza dek evimde hissetmeye devam edebilecektim.
Tam umudumu kaybetmiş gitmeye hazırlanırken ayağım takıldı. Ayağımı kurtarmaya çalışırken yaslandığım duvarda elimi koyduğum yerde bazı karartılar dikkatimi çekti. Daha yakından bakmamla birlikte bir anda gözlerim karardı ve her şey bulanıklaştı. Tanrım! Hayal görüyor olabilir miydim? O an ne bugüne aittim ne de 30 yıl öncesine. Deklanşöre basıp onlarca fotoğraf çektim. Tam 35 yıl önce kardeşlerimle birlikte duvara çizdiğimiz resimler ve yazılardı bunlar. Altında imzam bile vardı: “Bunu çizen Nevgül. Yıl 1970”.
Sonunda evime kavuşmuştum. Birdenbire tüm o toz, kir ve rutubet kokusu gitmiş; odaya nergis ve tavşankulağı kokuları doluşmuş; yataklara bembeyaz çarşaflar serilmiş; mutfakta büyük bakır tencereler, kazanlarda çamaşırlar kaynamaya başlamış; mahallenin tüm kız çocukları beştaş oynamak için evin avlusunda toplanmış ve yan komşumuz elinde bir tabak mercimekli pilavla kapıda belirmişti. Çocukluğuma kavuşmuştum. Artık benim de çocukluğuma ait resimlerim vardı.
Bir gün bir kitap yazacaktım ve o kitabın kapağında bu resimler olacaktı.
Nevgül Duman, 1962 yılında Kıbrıs’ın Limasol şehrine bağlı Evdim köyünde doğdu ve 12 yaşına kadar orada yaşadı. 1974 yılındaki savaş sonrası sınırların çizilmesi ile birlikte tüm köy halkı ile birlikte Kuzey Kıbrıs Girne bölgesine yerleştirildi.
Lise mezuniyetinden sonra üniversiteyi İstanbul’da tamamladı. İstanbul Üniversitesi İşletme Fakültesini bitirdikten sonra Girne Çatalköy’de yaşamakta olan ailesinin yanına dönerek 6 yıl Kıbrıs’ta kaldı. Bugün, hayatını sürdürdüğü İstanbul’da edebiyatla uğraşmaktadır.
Nevgül cüğüm harika yazmışsın. Ben de yanindaymışım gibi hissettim. Eh ben de sulugöz bilirsin. Ama beni de 25 -30 yıl öncesine götürdün. İşten çıktiktan sonra geldiğin kitabevinde heyecenla yaptiğimız kitaplarla ilgili sohbetleri.. sen yazmaya devam et..edebiyat bu…