Druga, Kleoniki – Öfke

Yeni e edebiyat dergisi S.70. s.92

Öfke

Ne öfkeni görmezden gel
ne de onu besleyeni -özellikle de bunu-
not tut
gökyüzünü daraltan bulutlar hakkında
kıs ateşi
sözcüklerin boyunda
kilitle ağzını
kasırgayla ele ele veren poyrazlara
derleyip topla
kendi kötü yanını -özellikle de bunu-
kaptanı ol kendinin
izin verme anlamsızca akıp gitmesine denizin
nefes almayı öğren derinlerde
bir beceridir bu da
kaydır bakışını
heybesine sürükleyen kaplumbağaya
varsa söyleyecek bir şeyi rüzgarın
o olsun son konuşan.

Kleoniki Druga Aristoteles Üniversitesi Felsefe Fakültesi’nden mezun olduktan sonra yüksek lisans ve doktorasını tamamladı. Şu anda Aristoteles Üniversitesi Sinema Bölümü’nde senaryo dersleri veriyor. Aralarında “Zamanla Bağdaş Kurmak” adlı şiir kitabının da bulunduğu üç kitabı yayınlandı. Yunan ve yabancı dergiler için bilimsel makaleler, edebi metinler (nesir ve şiir) ve kısa metrajlı senaryolar yazıyor.
Yunanca aslından çeviri: Lale Alatlı

Θυμός

Μην αγνοείς τον θυμό σου
και ό, τι τον ποτίζει -ιδίως αυτό-
κράτα σημειώσεις
για τα σύννεφα που λιγοστεύουν τον ουρανό
χαμήλωσε τη φωτιά
στο μπόι των λέξεων
κλείδωσε το στόμα
στους βοριάδες που συμπαραστέκονται στη θύελλα
συμμάζεψε τον
και τον κακό σου εαυτό -ιδίως αυτόν-
γίνε καπετάνιος
μην επιτρέψεις στη θάλασσα να περάσει χωρίς νόημα
μάθε να αναπνέεις στον βυθό
είναι μια δεξιότητα
στρέψε το βλέμμα σου
δες τη χελώνα πώς σέρνει το δισάκι της
αν έχει ο αέρας κάτι να πει
ας μιλήσει τελευταίος.

Η Κλεονίκη Δρούγκα σπούδασε στην Φιλοσοφική σχολή ΑΠΘ, έκανε μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές και διδάσκει σενάριο στο Τμήμα Κινηματογράφου ΑΠΘ,. Έχει εκδώσει τρία βιβλία, ανάμεσα στα οποία και την ποιητική συλλογή “οκλαδόν με τον Χρόνο”,. έχει δημοσιεύσει επιστημονικά άρθρα, λογοτεχνικά κείμενα (πεζά και ποιητικά) σε ελληνικά και ξένα περιοδικά και έχει συγγράψει σενάρια μικρού μήκους.

Tiyatro oyunu çevirisi: İoannis Kondilakis – Yeniçerinin Hediyesi

Giritli Yunan yazar İoannis Kondilakis’in Yunancadan Türkçeye Lale Alatlı tarafından çevrilen “Yeniçerinin Hediyesi” adlı eseri, Hanya kentindeki kahvehaneler ve kilise avlularını gezerek seyircileriyle buluşuyor. Okumaya devam et Tiyatro oyunu çevirisi: İoannis Kondilakis – Yeniçerinin Hediyesi

Hey Gidi Sevda

“Bu şarkıyı tüm Karadenizli kardeşlerime adıyorum. Müzik bizi her zaman birleştirir. Barış için, aşk için. Karadeniz Kemençesi her zaman kültürümüzün ‘bayrağı’ olmalıdır!” – Mattheos Tsahouridis.

Yunanistan’ın ünlü sanatçılarından kemençe virtüözü Mattheos Tsahouridis, kemençesini bayrak, dünyayı vatan, şarkısını barış güvercini yaparak Türkçe seslendirdiği Hey Gidi Sevda’yla hem sanatının hem de dünya görüşünün derin yansımasını bir kez daha ortaya koydu. Okumaya devam et Hey Gidi Sevda

Moleskis, Yorgos – Ölü Bölgemiz

Yeni e edebiyat dergisi, S.61 s.29,30

Ölü Bölgemiz

Sürekli birbirinden ayrılan
tektonik levhalar arasındaki çatlakmışçasına
durmadan genişler ölü bölgemiz
her iki tarafa doğru.
Toksik tozunu kaldırır çöllerin,
zehirli gazlar yayarak,
kirletir derinden toprağı, suları,
ele geçirip her yeri
dönüştürmek ister bizi iki ayrı adaya
birbirinden gittikçe uzaklaşan.

Ölü kemikleri ekilidir ölü bölgemize
yağmurda, güneşte beyazlaştıkça
öyküleri ve isimleri silinen.

Lethe akar her iki tarafında da ölü bölgemizin.
Bir zamanlar hayattakiler eşikten geçip
tarihe karışır.
Ev unutur sakinlerini,
bahçe tohumlarını,
ağaç gölgesini,
gül kendi kokusunu,
zeytin yağını, çiçek balını…

Uzaklara gider ölüm mesajları delip geçerek ölü bölgemizi,
evlere, işyerlerine,
arabalara, uçaklara dalıp ulaşırlar yabanca memleketlere:
Kostas, Yanis, Maria veda etti hayata
Fikret, Yücel, Hikmet,
birilerinin yakını…
Cenazesi yarın, öbür gün, sonraki gün,
şu köyde, bu şehirde, o ülkede…
Artık sadece cansız bedenleri dönüp kendi topraklarına
gezinebilir yersiz yurtsuz, dilsiz.

Gittikçe azalıyor umudumuz,
yüreğimizdeki hayallerle
ölü bölgemizin üzerine kuşlar gibi tüneyip de
şiirlerimizi tohum gibi serptiğimiz zamanlar uçup gidiyor:

Mayınları etkisiz hale getirip
oyuncak yapalım çocuklara,
kanı yeşillik örtsün,
ölüler dirilip
haykırsın kendi isimlerini,
güvercinler yere konup
yesin barış tohumlarını.
Sürgündeki dizelerimiz
geri dönsün şiirimize.

Yorgos Moleskis
Yunanca orijinalinden çeviri: Lale Alatlı

Yorgos Moleskis (Γιώργος Μολέσκης) 1946’da Lisi köyünde dünyaya geldi. Moskova Lomonosof Üniversitesi Rus Filolojisi’nde lisansüstü eğitimini tamamladıktan sonra edebiyat doktorası yaptı. Kıbrıs Eğitim ve Kültür Bakanlığı’nda ve Kıbrıs Senfoni Orkestrası Vakfı’nda çalıştı. Çeşitli kültür derneklerine ve kurullarına üye olmanın yanı sıra 2013-2017 yılları arasında Kıbrıs Edebiyatçılar Birliği başkanlığı görevini yürüttü. 1967 yılından günümüze kadar on iki şiir kitabı ve bir öykü kitabı yayınlandı. Yazarın ayrıca beş adet şiir kitabı çevirisi vardır. Şiir kitaplarından dokuzu tercüme edilerek Fransa, İtalya, Sırbistan, Romanya, Bulgaristan ve Arnavutluk’ta yayımlandı. Eserleri Kıbrıs Devlet Mansiyonu, Devlet Şiir Ödülü, Rus Yazarlar Birliği, Puşkin Ödülü’ne layık görüldü.

Η Νεκρή Μας Ζώνη

Σαν ρήγμα ανάμεσα σε δυο τεκτονικές πλάκες
που διαρκώς αποκλίνουν
η νεκρή μας ζώνη ολοένα επεκτείνεται
προς τη μια και προς την άλλη πλευρά.
Σηκώνει σκόνη τοξική της ερήμου,
εκπέμπει δηλητηριώδη αέρια,
μολύνει τη γη βαθιά και τα νερά,
θέλει να καταλάβει όλο τον τόπο,
να μας μετατρέψει σε δυο νησιά
που μεταξύ τους όλο απομακρύνονται.

Σπαρμένη με κόκκαλα νεκρών η νεκρή μας ζώνη
που όλο ασπρίζουν στη βροχή και στον ήλιο
κι όλο αδειάζουν από τις ιστορίες και τα ονόματα τους.

Στην κάθε της πλευρά περπατά η Λήθη.
Άνθρωποι κάποτε ζωντανοί περνούν το κατώφλι
και γίνονται μνήμες.
Τα σπίτια ξεχνούν τους κατοίκους τους,
τα περιβόλια ξεχνούν τους καρπούς τους,
τα δέντρα τους ίσκιους τους,
τα τριαντάφυλλα το άρωμά τους,
το λάδι τους οι ελιές, οι ανθοί το μέλι τους…

Μηνύματα θανάτου τη διαπερνούν, ταξιδεύουν μακριά,
μπαίνουν σε σπίτια, σε γραφεία,
σε αυτοκίνητα κι αεροπλάνα, φτάνουν σε ξένες χώρες:
Απεβίωσε ο Κώστας, ο Γιάννης, η Μαρία,
ο Φικρέτ, ο Γιουτζέλ, ο Χικμέτ,
του τάδε, του δείνα, του άλλου…
Η κηδεία του αύριο, μεθαύριο, την επόμενη μέρα,
στο τάδε χωριό, στην τάδε πόλη, στην τάδε χώρα…
Τώρα μόνο νεκρός θα επιστρέψει στη γη του
και θα περιφέρεται ανέστιος και βωβός.

Και η ελπίδα μας όλο να λιγοστεύει,
να φεύγει ο καιρός που κατεβαίναμε με τα όνειρά μας,
καθόμασταν επάνω της σαν τα πουλιά
και φυτεύαμε σπόρους τα ποιήματά μας:

Ν’ αφοπλίσουμε τις νάρκες,
να γίνουν παιχνίδια παιδικά,
το πράσινο να σκεπάσει το αίμα,
οι νεκροί σηκωθούν
και να φωνάζουν τα ονόματά τους,
να κατεβούν τα περιστέρια να τσιμπολογούν
τους σπόρους της ειρήνης.
Οι εξόριστοί μας στίχοι
να επιστρέψουν στο ποίημα.

Ο Γιώργος Μολέσκης γεννήθηκε το 1946 στο χωριό Λύση της επαρχίας Αμμοχώστου. Φοίτησε στο Αγγλικό Κολλέγιο Λευκωσίας και στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Μόσχας – Λομονόσοφ. Εργάστηκε στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και στο Ίδρυμα Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου. Διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας, της Εθνικής Επιτροπής Κύπρου για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας και της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Δημοσίευσε μελέτες και δοκίμια για τη λογοτεχνία και εξέδωσε δεκατρείς ποιητικές συλλογές, τρία βιβλία πεζογραφίας και πέντε βιβλία με μεταφράσεις ποίησης. Βιβλία του μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν σε διάφορες χώρες. Τιμήθηκε με Κρατικό έπαινο και Κρατικό βραβείο ποίησης της Κύπρου, με το Μετάλλιο Πούσκιν της Ένωσης Ρώσων Συγγραφέων και με το Βραβείο Γ.Φ. Πιερίδης της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Είναι Επίτιμο Μέλος της Κρατικής Ακαδημίας Σλαβικού Πολιτισμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας και του Συνδέσμου Πλουτισμού Ελλάδας Κύπρου.

Άλατλι, Λάλε- Το πένθος

Στην Πίτο μου

Το πένθος
Άφτερες πεταλούδες μέσα σου
δεν έχουν πού να πάνε.
Το τραγούδι σου βουβό
το σκάκι χωρίς συμπαίχτη.
Θέλεις να πετάξεις όμως
ο ουρανός είναι κάτω από τη γη,
θέλεις να τρέξεις
αλλά οι δρόμοι έχουν βουλιάξει
η σελήνη μιλά
με ανύπαρκτα άστρα.
Το πένθος μου αγάπη αιχμάλωτη.

(Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ)

Pitpitim’e,

Yas
Uçacak yeri yok
içindeki kanatsız kelebeklerin.
Şarkın sessiz,
tek oyuncu kalmışsın satrançta.
Kanatlanmak istiyοrsun
toprağın altında gökyüzü,
sel basmış koşulacak yolları,
sohbete dalmış
görünmez yıldızlarla dolunay.
Yasım, tutsak bir aşk.

Noonuccal Oodgeroo – Όχι πια μπούμερανγκ

Εφημερίδα η Κόκκινη, 09/11/2020

Όχι πια μπούμερανγκ

Όχι πια μπούμερανγκ
όχι πια λόγχες
Τώρα όλοι εκπολιτισμένοι-
διαχωρισμός ανά χρώμα για μπύρες.

Όχι πια πανηγύρια,
χαρούμενοι χοροί και γλέντια.
Τώρα έχουμε σινεμά,
και πληρώνουμε εισιτήρια.

Όχι πια μοίρασμα
της λείας του κυνηγού.
Τώρα δουλεύουμε για το χρήμα,
και καταναλώνοντας το επιστρέφουμε.

Τώρα κυνηγάμε τα αφεντικά
για μια δεκάρα παραπάνω.
Τώρα οι μόνες περιπλανήσεις μας
γίνονται στο λεωφορείο για τη δουλειά.

Κάποτε γυμνοί,
δεν ξέραμε τι θα πει ντροπή.
Τώρα φοράμε ρούχα
για να κρύψουμε εκείνα τα πώς τα λένε.

Όχι πια καλύβες για τους αυτόχθονες,
τώρα μπανγκαλόου,
με εξόφληση σε δόσεις
σε καμιά εικοσαετία και βάλε.

Άσε στην άκρη τα πέτρινα τσεκούρια,
οπλίσου με ατσάλι,
και δούλεψε σαν μαύρος
για του λευκού το τσουκάλι.

Όχι πια ράβδοι για φωτιά
και να μας κοροϊδεύουν οι λευκοί.
Τώρα όλα με ηλεκτρικό,
δεν υπάρχουν καλύτεροι από μας.

Μας τελείωσε το γηγενές Τέρας
Τώρα στη θέση του
έχουμε το λευκό Τέρας,
με τις κόκκινες στολές.

Τώρα αφηρημένη ζωγραφική-
Μα πού το πάνε;
Να πάρει η οργή, στις σπηλιές μας
ζωγραφίζαμε καλύτερα.

Ο μαύρος κυνηγούσε καγκουρό,
ο λευκός κυνηγάει δολάρια,
κι ο λευκός ιατρός φορά άσπρο κολάρο
και ξορκίζει κάθε κακό.

Όχι πια μηνύματα σε ξύλινα ραβδιά,
οι αυτόχθονες, άνδρες και γυναίκες
έχουν τηλεόραση τώρα.
Κυρίως διαφημίσεις.

Άφησε χάμω το κοντάρι,
Άφησε χάμω το ρόπαλο του πολέμου.
Τώρα έχουμε ατομική βόμβα,
να μας αποτελειώσει όλους.

Oodgeroo Noonuccal (1966)

Μετάφραση: Lale Alatlı
Επιμέλεια: Μαντώ Τερζή

Η Oodgeroo Noonuccal (UUD-gə-roo NOO-nə-kəl) γεννήθηκε ως Kathleen Jean Mary Ruska στις 3 Νοεμβρίου 1920 στο North Stradbroke Island, South-East Queensland και απεβίωσε στις 16 Σεπτεμβρίου 1993. Ήταν Αυστραλιανή Αβορίγινας πολιτικός, καλλιτέχνιδα και εκπαιδευτικός.  Ήταν επίσης ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των Αβορίγινων. Η Oodgeroo έγινε γνωστή από την ποίησή της και είναι η πρώτη Αυστραλιανή Αβοριγίνας που εξέδωσε ένα βιβλίο ποίησης.

 

No more boomerang

No more boomerang
No more spear;
Now all civilized-
Colour bar and beer.

No more corroboree,
Gay dance and din.
Now we got movies,
And pay to go in.

No more sharing
What the hunter brings.
Now we work for money,
Then pay it back for things.

Now we track bosses
To catch a few bob,
Now we go walkabout
On bus to the job.

One time naked,
Who never knew shame;
Now we put clothes on
To hide whatsaname.

No more gunya,
Now bungalow,
Paid by hire purchase
In twenty year or so.

Lay down the stone axe,
Take up the steel,
And work like a nigger
For a white man meal.

No more firesticks
That made the whites scoff.
Now all electric,
And no better off.

Bunyip he finish,
Now got instead
White fella Bunyip,
Call him Red.

Abstract picture now-
What they coming at?
Cripes, in our caves we
Did better than that.

Black hunted wallaby,
White hunt dollar;
White fella witch-doctor
Wear dog-collar.

No more message-stick;
Lubras and lads
Got television now.
Mostly ads.

Lay down the woomera
Lay down the waddy.
Now we got atom-bomb,
End everybody.

Oodgeroo Noonuccal (1966)

P.’nin Hayatı (Yunanca)

Νιώθω μια γλυκιά κούραση από τη ζωή που μοιράστηκε απλόχερα μαζί μου τους θησαυρούς της. Γεννήθηκα μια βροχερή μέρα του Νοέμβρη στη Μπαρμπούτα, την εβραϊκή συνοικία, με τα λιθόστρωτα σοκάκια και τα επιβλητικά αρχοντικά στη σειρά με τα περίφημα σαχνισιά, πάνω σ’ ένα από τα πόδια του Τριποτάμου. Okumaya devam et P.’nin Hayatı (Yunanca)

Kitap çevirisi: “Trakya Tehdit Altında” Gizli Yazışmalar

Hristos İliadis’in “Trakya Tehdit Altında” Gizli Yazışmalar Türkiye Stratejisi – Gizli Politikalar – Azınlık Grupları adlı kitabının Türkçeye çevirisi Lale Alatlı tarafından yapıldı.
“Trakya Tehdit Altında”, BAKEŞ Yayınları, (Komotini) 2020. 264 sayfa ISBN: 978-618-5322-04-5

Okumaya devam et Kitap çevirisi: “Trakya Tehdit Altında” Gizli Yazışmalar

Kofterou, Eleni – şairin gelinciği

Yeni e edebiyat dergisi S.45. s.30

şairin gelinciği

savunmasız, yapayalnız
kafa tutuyor dünyanın ahenksizliğine
tüm neşesiyle fethediyor ilkbaharı.
Bu soğuk akşamda
belki ebediyen donar,
tanrılarca hiçe sayıldığından
kıpkızıl çığlığı.
Ancak şair kurtarabilir onu.
Al yapraklarι tekrar uçuşur
şiirin dizelerinde.

Eleni Kofterou
Çeviri: Lale Alatlı

Η παπαρούνα του ποιητή

ανυπεράσπιστη και μόνη
εναντιώνεται στου κόσμου τη δυσαρμονία
πολιορκεί την άνοιξη με φρόνημα υψηλό.
Μα τούτη την ψυχρή βραδιά
ίσως για πάντα κρυσταλλώσει
αφού στην πορφυρή κραυγή
κωφεύουν οι θεοί.
Μονάχα ο ποιητής θα την διασώσει.
Πέταλα κόκκινα ξανά
θα ραίνουνε το ποίημα.

Ε. Κοφτερού

Ραν, Ναζίμ Χικμέτ – Μοιρολόι στον Διάβολο

Εντευκτήριο, λογοτεχνικό περιοδικό 117-118 σ.18

Μοιρολόι στον Διάβολο

Το όνομα του σκύλου μου ήταν Διάβολος
το «ήταν» δεν πάει στο όνομά του
δεν έγινε τίποτα στο όνομά του.
Δεν έμοιαζε με το όνομά του.
Οι διάβολοι είναι άπονοι
οι άπονοι ψεύτες, πονηροί
οι άπονοι δεν είναι έξυπνοι.
Ο σκύλος μου ήταν έξυπνος. Okumaya devam et Ραν, Ναζίμ Χικμέτ – Μοιρολόι στον Διάβολο

Άλατλι, Λάλε – Πόσα αμαρτήματα χωράνε σε μια μασχάλη

Το ηλιοβασίλεμα κόμπος στο λαιμό
Τα σύννεφα χειροπέδες της καρδιάς
Η Gioconda μού χαμογελάει ενοχικά
Η κλαίουσα ιτιά χτενίζει τα μαλλιά της
Το μαντηλάκι μοναδική παρέα πια με πικρές καραμέλες στις τσέπες
Πετάει στον ουρανό ένας ιμάμης με τύψεις
Ακούω τον γλάρο να φωνάζει το όνομά σου: «Παντοκράτορα!»

 

Θεέ μου μεγαλοδύναμε,

Ξέρω, έρχεται το τέλος μου αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ με νύχια και με δόντια για να καθυστερήσω. Με τη βοήθειά σου, βέβαια! Πρώτα ο Θεός!

Είναι αδύνατον! Δεν μπορώ να χάσω όλα αυτά που κέρδισα μια ζωή. Βήμα βήμα έκτισα το παλάτι μου από μια μπάλα ποδοσφαίρου. Και γι’ αυτό τουρλώνω πέντε φορές την ημέρα τον κώλο μου προς τη βασιλεία των ουρανών και σε δοξάζω.

Τα πρωινά τρώω αρκετά για να παίρνω δύναμη. Ακόμα και στις νηστείες! Μια συνέντευξη τύπου στην Χρυσή Αίθουσα και αμέσως μετά στην Ανατολική Αίθουσα, τυριά, αλλαντικά, σαλάτες, φρούτα, φιστίκια, μπακλαβάδες, καζαντιμπί, ρεβανί, εκμέκ κανταΐφ… Τα σερμπέτια στάζουν από τα μουστάκια τα δικά μου και της γυναίκας μου!

Εσύ ξέρεις καλά Θεέ μου, δεν μπορώ να νηστεύω όταν κάνω τόσα δημόσια έργα μόνος μου! Δίνω ζωή σε όλους.

Έχω λίγο άγχος Θεέ μου, για τον αυριανό διαγωνισμό, για το καινούργιο εργοστάσιο όπλων. Ευτυχώς δέχτηκα από τους Γερμανούς τις Μερσεντές για το κάθε εγγόνι μου και τη συλλογή μαντηλών Versace για τις κόρες μου. Αυτά είναι, μεταξύ μας Θεέ μου, όπως και η πίστη!

Δεν είναι απλό πράγμα να τρέχεις από μέρος σε μέρος, από δείπνο σε δείπνο, με πέντε κινητά στο χέρι, να αλλάζεις συνέχεια ρούχα, παπούτσια, πρόσωπα, αεροπλάνα. Με καταλαβαίνεις, ναι;

Να είναι καλά η Αϊσέ που περιμένει στο κόκκινο δωμάτιο, η Φατμά στο μοβ και η Τζεμιλέ επίσημα στο ασημένιο!

Θεέ μου παντοδύναμε, τώρα βλέπω το Facebook, το Twitter και τις εφημερίδες ταυτόχρονα. Όλοι γράφουν για μένα! Το Youtube το απαγόρεψα γιατί είχαν ανεβάσει κάποια βίντεο εις βάρος μου. Το Wikipedia είναι μπλοκαρισμένο γιατί περιέχει πληροφορίες επικίνδυνες για τη δημόσια τάξη.

Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με κουράζουν, πόσο με εκνευρίζουν όλα κι όλοι! Θέλω να σκοτώσω όσους δεν συμφωνούν μαζί μου!

Τίποτα δεν είναι αμαρτία για τον ιερό πόλεμο! Έτσι δεν είναι Θεέ μου;

Να, εδώ βάζω την υπογραφή και την σφραγίδα μου στο τελευταίο προεδρικό διάταγμα για να επανέλθει η θανατική ποινή. Τότε θα καταλάβουν τι σημαίνει να είσαι ο αρχηγός της Δημοκρατίας του Ανανά!

Redaksiyon: İşçi Sınıfının Tarihi Misyonu

Grigoris Konstantopoulos’un “İşçi Sınıfının Tarihi Misyonu” adlı kitabının Yunancadan Türkçeye çevirisi Murat Issı, redaksiyonu Lale Alatlı tarafından yapıldı.

İşçi Sınıfının Tarihi Misyonu – Grigoris Konstantopoulos
Umut Yayımcılık (İstanbul) 2018. 116 sayfa. ISBN: 978-605-68513-5-3 Okumaya devam et Redaksiyon: İşçi Sınıfının Tarihi Misyonu

Kitap çevirisi: Hafıza İzleri / Ήχνη μνήμης

Alexandra Zamba ve Ümt İnatçı’nın birlikte yazdığı iki dilli kitabın Türkçeye ve Yunancaya çevirisi Lale Alatlı tarafından yapıldı. Hafıza İzleri / Ίχνη μνήμης (Lefkoşa) 2019. 148 sayfa. ISBN: 978-9963-255-90-0 Okumaya devam et Kitap çevirisi: Hafıza İzleri / Ήχνη μνήμης

Άλατλι, Λάλε – Ο Ηλίας και ο Ελμάς

Ι
Προς την Ελληνική Δημοκρατία, την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και όλον τον ελληνικό λαό,
Έλληνες εγέρθητι (εγερθείτε το σωστό)! Όλοι πρέπει να πάρετε χαμπάρι ότι οι αξίες του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας σβήνονται στο όν ομα των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Λερώνονται τα ελληνικά εδάφη με αλλοδαπούς και αλλόθρησκους. Μας κλέβουν τις δουλειές, μας κλέβουν τις ζωές, μας κλέβουν το μέλλον!
Εγώ μέχρι σήμερα έκανα ό,τι μπορούσα για την πατρίδα μου. Πάλεψα με νύχια και με δόντια για να διατηρήσω μια καθαρή Ελλάδα. Αλλά δεν φτάνουν οι λίγοι πατριώτες σαν εμένα για να σώσουν την χώρα μας από λαίμαργους Ευρωπαίους, από ξυπόλητους Αλβανούς, από πρωτόγονους Τούρκους και από βιαστές Πακιστανούς.
Νιώθω πως δεν μπορώ να είμαι πλέον χρήσιμος σε αυτόν τον κόσμο. Γι’ αυτό και φεύγω στον άλλον. Θάψτε με τυλιγμένο στην ελληνική σημαία, μαζί με τον χρυσό μου σταυρό σε αλυσίδα που φορώ από μωρό. Και γράψτε στην ταφόπετρά μου: «Μαρτύρησε για την ιερή πατρίδα και τώρα φυλάει τον Ελληνισμό του άλλου κόσμου.»
ΗΛΙΑΣ

ΙΙ
Μου αρέσει εδώ τελικά, μοιάζουμε πολύ με Έλληνες. Τα ίδια φαγητά, η ίδια μουσική… Una razza una facia που λένε κι οι Ιταλοί. Αν μπορούσα να διαβάζω και τα γράμματα θα νόμιζα πως είμαι στην Κωνσταντινούπολη, στον τόπο μου.
Ήρθα χθες. Είναι η πρώτη μου φορά στην Ελλάδα. Κι όχι ακριβώς για τουρισμό. Ξόδεψα πολύ χρόνο, πολύ χρήμα και πολύ κόπο για να βρω τον δίδυμο αδερφό μου. Τον δίδυμο μου αδερφό τον υιοθετημένο από Έλληνες γονείς. Είχαν φύγει με τα Σεπτεμβριανά. Εκείνος ο φουκαράς δεν έμαθε ποτέ την αλήθεια. Μέχρι χθες!
Η μητέρα μου/μας, μου το εξομολογήθηκε πριν πεθάνει, και αυτή ήταν η τελευταία ευχή της. Να βρω τον Ηλία!
Ναι, εδώ είμαι τώρα. Βρήκα τον Ηλία, δηλαδή τον İlyas με το κανονικό του το όνομα στα τουρκικά. Μιλήσαμε με σπαστά αγγλικά. Πρέπει να ήταν περίπου 2 ετών όταν έφυγαν στην ξενιτιά. Πού να το ξέρει ο καημένος!
Σοκαρίστηκε όταν με είδε στην πόρτα, ολόιδιο με αυτόν! Μαύρα μαλλιά, μαύρα μάτια, όλα ίδια, ακόμα και η μεγάλη μύτη μας. Το δώρο του Εβραίου παππού! Του έδωσα ένα κουτί μπακλαβά, μια τουρκική σημαία, ένα χαλάκι προσευχής και ένα tespih, το μουσουλμανικό κομπολόι που έφερα μαζί μου από την πατρίδα.
Σήμερα πήγα ξανά στο σπίτι του, αλλά δεν ήταν εκεί. Δεν απαντάει και στα τηλέφωνα.
ΕΛΜΑΣ

Crease, Janet – Πόσο κάνει εκείνο το κουταβάκι στην βιτρίνα, εκείνο με την κουνιστή ουρά…

«Μπορούμε να το πάρουμε στο σπίτι μας μαμά;»
«Πόσο κάνει εκείνο το Kουταβάκι στην βιτρίνα;»
«Για σας κυρία μου, μόνο 300 ευρώ,» λέει ο πωλητής.
«Είναι πολύ ακριβό» λέει η μαμά. «Αλλά είναι κάτι για να παίζουν τα παιδιά στις διακοπές».
«Επιτέλους ένα σπίτι» σκέφτεται το Kουταβάκι.
«Τι είναι εκείνο πάνω στο χαλί;» φωνάζει ο μπαμπάς.
«Πού είναι τα παπούτσια μου;» λέει το αγοράκι.
Μασημένα παπούτσια, ένας λεκές από ούρα στο χαλί, μια καφετί μάζα να αχνίζει στη γωνία, γκρίνιες και κλάματα από το Kουτάβι…
«Βγάλε έξω αυτό το πράγμα!» φωνάζει η μαμά.
«Είχα φανταστεί ότι θα ήταν ένα τέλειο μέρος εδώ» σκέφτεται το Kουταβάκι, τρέμοντας βρεγμένο έξω. «Όλοι μου φωνάζουν, με βρίζουν και μου δίνουν κλοτσιές. Εγώ είχα μόνο ανάγκη να κατουρήσω!»
«Βάλε την αλυσίδα στο σκυλί και άστο εκεί!» διατάζει η μαμά.
Το Κουταβάκι κλαίει και γαυγίζει πιο πολύ.
«Σκάσε! Σκάσε!» φωνάζουν η οικογένεια και οι γείτονες.
Μετά από μέρες, πάλι ηρεμία και ησυχία κυριαρχεί στο σπίτι, τα παιδιά παίζουν με τα video games, η μαμά και ο μπαμπάς συνεχίζουν τη ζωή τους. Η ρουτίνα επιστρέφει στην οικογένεια.
«Είδε κανείς το σκυλάκι;» ρωτάει ο μπαμπάς. «Όχι; Βάλε λίγο φαΐ έξω. Θα έρθει όταν πεινάσει. Έφαγε το τελευταίο πιάτο που βάλαμε; Ηλίθιο σκυλί, δεν ξέρει τι τυχερό που είναι.»
Κουρασμένο, παγωμένο και πεινασμένο, το Κουταβάκι βρίσκεται κάτω από ένα φορτηγό και μετά στο κυνοκομείο.
Το Κουτάβι σκέφτεται: «Αυτό το μέρος είναι καλύτερο. Δεν έχει παιδιά να με τραβάνε από δω από κει, έχει φαγητό, νερό και ένα ζεστό και ωραίο μέρος για να κοιμηθώ. Έχω και παρέα, θέλω να μείνω για πάντα εδώ.»
Είναι διακοπές Χριστουγέννων και το κυνοκομείο είναι παραγεμισμένο από τα πολλά παρατημένα και ανεπιθύμητα σκυλιά.
«Γεια σου, Κουταβάκι!» λέει ο φιλικός κτηνίατρος. «Αυτό που θα σου κάνω τώρα, δεν θα σε πονέσει πολύ, μόνο ένα μικρό τσιμπηματάκι.»
«Καληνύχτα, Κουταβάκι,» λέει η υπάλληλος περισσότερες φορές από ό,τι ήθελε, ενώ αγκαλιάζει το Κουτάβι. «Στη Γέφυρα του Ουράνιου Τόξου».
Η οικογένεια στο σπίτι. «Είμαι περίεργος τι έγινε εκείνο το άχρηστο Κουτάβι. Πραγματικά ήταν ένας μεγάλος μπελάς με όλη αυτήν τη φασαρία» λέει ο μπαμπάς.
Αναπαύσου εν ειρήνη, Κουταβάκι.
Πόσο κάνει εκείνο το Κουταβάκι στην βιτρίνα, εκείνο με την κουνιστή ουρά…

Janet Crease
Μετάφραση από τα αγγλικά: Lale Alatli

http://www.saynotoanimalsinpetshops.com/articles.html#How_Much

How much she is that doggy in the window, the one with the waggely tail?

“Can we take it home with us mom?”
“How much is that doggie in the window?”
“For you lady it’s fifty dollars” says the shopkeeper.
“So expensive” says mom. “Oh well, I guess it’s something for the children to play with over the holidays.”
“A home at last”, thinks Puppy to itself.
“What’s that on the carpet?” yells dad.
“Where are my sneakers?” says son.
Chewed sneakers, a puddle of pee on the carpet, a steaming brown pile of something in the corner, whining and crying from Pup…
“Put that thing outside” yells mom.
“I thought this was going to be a great place” thinks Pup, shivering and wet outside. “Everyone is screaming, yelling and kicking me, I just needed to pee!”
“Put that dog on a chain” yells mom, and leave it there.
More whining and crying from Pup.
“Shut up! Shut up!” yells the family and the neighbours.
Days later, peace and bliss reigns once more in the household, kids watch video games, mom and dad go about their lives. Life has got back to normal for the family.
“Anyone seen the dog?” asks dad. “No? Well, put some food out the back, it will come when it’s hungry. Did it eat its last meal? Stupid dog, doesn’t know when it’s well off.”
Tired, cold and hungry, Pup finds itself in the back of a truck and then at the Animal Shelter.
Pup thinks to itself, “This is better, food, water and no kids to pull me around and a nice warm secure place to sleep. Heaps of company, I want to stay here forever”.
It’s Xmas holiday time, the Shelter is overloaded, too many dumped and unwanted dogs.
“Hello Puppy” says the friendly vet. “Now, this won’t hurt a bit, just a little sting.”
“Night night Pup” says the attendant for more times than she has wished to utter those final words, as she cradles the puppy against her. “Off to the Rainbow Bridge”.
Family at home. “I wonder what happened to that nuisance Puppy. It was a real pain in the neck, all that mess” says dad.
Peace reigns within.
How much is that Doggy in the window, the one with the waggly tail.

Janet Crease

Savidou Thedoulou, Mona – Filareti

Yeni e edebiyat dergisi, S.24 s.30,31

“Ruhlar” takımyıldızına! Başka nereye demir atabilir ki sürgün ruhu? Üçe üç bir odada, efsanelerin kırmızı ipliğini sökerdi. Ahşap basamakla çıkılan, çift kişilik, yüksek yatak ve en önemlisi, sıcak kuma sürekli gömülü bakır cezvede pişen kahveleri koyduğu o yuvarlak masa. Etrafında ıssız hayatını sürdürdüğü o masa. Sürgün ama lanetlenmemiş bir ruh. Başkaları gibi lanetli değildi; öyle sanıyordum; dertlerini, umutlarını, endişelerini o masaya yığmak için onu ziyaret edenler lanetliydi. Küçük Asyalı olduğu her halinden belli Filareti Hanım, dantel yakası ve manşetleriyle karalara bürünmüş, başının üzerinde toplanmış saçları, pudrayla pespembe olmuş yanakları ve kalın kalemle çizilmiş yaydan kaşlarıyla bir medyumu andırıyordu ama değildi. Çıkmazlarla dolu ömrü onu falcı yapmıştı.

1922 yılında Kıbrıs’a geldiklerinde geçmişleri çoktan maceralarla dolmuştu. Annesi, dul Marigo Hanım öğretmendi. İçi dışı bir kadındı. Kızı Filareti ise savaşta kaybettiği verem hastası nişanlısının karanlık sırrını taşıyordu. “Yüzükler kaybolsa da parmaklar kalır” derdi annesi. Okumuş kızının zengin evlerinde, fabrikalarda çalışmasını istemeyen gururlu bir anne. Dikişe başlamıştı; davet edildiği zengin evlere gittiği günlerde ev sahipleri hem para hem de yemek verirlerdi ona. Ana kız hamarattılar; unutulmaz geceler için biri elbiseler diker, diğeri de boncuk ve inciler işlerdi. Cazibeli hikâyelerin, masalların ve döneme ait toplumsal ve politik olaylar hakkında düzeyli sohbetlerin eşlik ettiği arkadaşlıkları her yerde aranır olmuştu. Annenin ölümüne kadar bu iki hoşsohbet kadın hayatın çarkını bu şekilde döndürdü. Davetler ve siparişler sürdü ama dostların iyi niyetli çabalarına rağmen çalışma saatleri, şişmanca ve mükemmeliyetçi olan kızın ilerlemiş yaşı için çok fazlaydı. Henüz mülteci olarak geldiklerinde bile koca kızdı. Bu nedenle bir akraba evinin arka avlusunda, hayra verilen küçük bir odaya yerleşti. Artık tüm kız arkadaşları ve tanıdıkları, Filareti’nin önce gözlerinde sonra fincanlarında gördüğü sırları öğrenmek için, falın dostluğu uğruna bu odaya gidip gelmeye başladı. Gelecekteki adımlarını, fincanda “okuması” için akın akın gelen yabancıların bile büyücüsü olup çıkmıştı artık. Bu güzelim kadın, insanların ruhlarının en derin yerlerindeki DNA’ları bile görüyordu. Kentte meşhur olmuştu, artık profesyoneldi, onunla birlikte geçirilen zaman ders gibiydi. Ali Paşa’yla Frosini Hanım, Persefoni’nin Hades tarafından kaçırılması hikâyesine karışırdı. Hatta yoksul kadınlara verilen yardımdan yararlanmak için Kraliçe Friederike’ye de bir mektup göndermişti ve cevabın olumsuz olmasına rağmen kraliyet mührü ve imzasını taşıyan kâğıdı herkese göstermekten çekinmezdi. Kraliçenin cevabı müşterilerin önünde itibarını yükseltirdi. Peygamber yerine konan bir masalcıya dönüşmüştü.

Anneannem ve annem, Küçük Asya’dan hemşehrileri olan Marigo ve Filareti’yi çok sever ve sık sık evimize davet ederdi. Onların misafir olarak geldiği günler benim için hazine değerindeydi. Nasrettin Hoca fıkralarıyla Andersen masalları, EOKA kahramanlarıyla 1821 direnişçilere ve Yunan tarihine karışırdı. Dertler ahşap kaşıkların eşlik ettiği, Türkçe ve Yunanca şarkılara akardı. Ruhlarının derinliklerini, ellerinde birer sigara ve dudaklarından dökülen Türkçe sözlerle açığa vururlardı. Ne kadar da güzel giyinirlerdi; her zaman ellerinde küçük bir hediye, nakış veya bir tatlıyla gelirlerdi, konuşmaları ise coşkuyla akan pınar gibiydi!

Filareti yalnız kaldıktan sonra da annem onu yemeklere davet etmeyi sürdürdü. Fakat hiçbir zaman kendi falına baktırmadı. Bir seferinde ise ben bilerek onlarla kahve içip de fincanı kapattığımda annem kızdı. Filareti ise keyfini bozmadı. O gittikten sonra “Neden biz de Filareti’den gelecekte başımıza neler geleceğini öğrenmeyelim ki?” diye sorduğumda annem bana olayın sırrını açıkladı. “Evet, neşeli muhabbetiyle istediği her şeyi öğrendikten sonra, hepsini allayıp pullayıp farklı bir biçimde anlatıyor. Anlamadın mı? Herkesin ruh halini inceleyip insanlara duymak istediklerini iade ediyor. İnanma evladım. Ekmeğini umut satarak kazanıyor. O medyum değil”.

Yıllar geçti. Onun eşsiz muhabbetini isteyen ve ödedikleri paranın kıymetini bilen birçok masum ve zeki kadının hayallerini besleyen Filareti öldü. Kahvenin onun yaşamı olduğunu bilen bir sürü kadın bıraktı arkasında. Onun ölümüyle benim hayatım da yoksullaştı.

Bir yaz günü davetli olarak Midilli’deydim. Hoş geldin deyip beni tanımak için arkadaşımın anneannesi, babaannesi, teyzeleri, halaları, kız kuzenleri, tüm sülalesi gelmişti. Ölümlü ve ölümsüz tüm Helenlerin misafirperverliği meşhurdur. Çok acı çekmiş bir adadan gelen, aynı zamanda Küçük Asyalı misafirleri olan benim için büyük bir sevgi gösterisi yapıldı. Kahveler geldi. Koku odayı sardı. Gülmeler, sorular derken fincanlar küçük birer daire çizildikten sonra ters çevrildi. Sonunda da bana yönelik o korkunç soru geldi: “Falımıza bakmayacak mısın?”.

“Ben mi?” diye şaşırdım.

“Olmaz, itiraz etme. Biliyorsundur. Üstelik Küçük Asyalısın”.

Kökenime yöneltilmiş bir başarı mükâfatı. Samimi itirazlarıma rağmen sonunda boyun eğdim.

Hipnotize olmuş gibi ağır hareketlerle fincanı aldım ve fincanı çevirerek ciddiyetle parmak uçlarımda tuttum. Herkesin gözü üzerimdeydi. Ve Pithia konuştu… “Fincanda Afrika’yı görüyorum… Birisi Afrika’yı ziyaret edecek… Apaçık görünüyor. Uzak bir yolculuk var”. Herkesin ağzından güçlü ve uzun süreli bir ‘aaa’ sesi duyuldu. Hayranlıkla bir bana bir de arkadaşımın kuzeni Yanis’e bakıyorlardı.

“Kahve falına bakmayı bilmem diyen sen misin? Yanis Güney Afrika’da yaşayan bir kıza âşık. Nişanlanmak için öbür gün yola çıkıyor!”

Bu şekilde adım masalcıya çıktı ve o gün bugündür ruhları okurum…

Filareti’nin Kahvesi, (2009)
Yunanca aslından çeviri: Lale Alatlı

Φιλαρέτη

Στόν ἀστερισμό «τῶν πνευμάτων», ποῦ ἀλλοῦ ἡ ἐξόριστη ψυχή της νά ἐλλιμενιστεῖ; Ξετύλιγε τήν κόκκινη κλωστή τοῦ μύθου σ’ ἕνα καμαράκι τρία ἐπί τρία. Τό κρεβάτι διπλό, ψηλό μέ ξύλινο σκαλοπάτι καί τό βασικό, ἕνα στρογγυλό τραπέζι γύρω ἀπό τό ὁποῖο ἔζησε τή μοναχική ζωή της, ἀκουμπώντας τούς καφέδες, πού ἔψηνε στό μπακιρένιο μπρίκι, βυθισμένο μονίμως στήν ἄμμο τήν καυτή. Ἐξόριστη ψυχή, ὄχι ὅμως κολασμένη. Οἱ ἄλλοι ἦταν οἱ κολασμένοι, ἔτσι νόμιζα, πού τήν ἐπισκέπτονταν νά τῆς ἀπιθώσουν στό τραπεζάκι της τούς καημούς, τίς ἐλπίδες καί τίς ἀγωνίες τους. Μικρασιάτισσσα, βλέπεις, ἡ δεσποινίς Φιλαρέτη, ντυμένη στά μαῦρα, με δαντελένιους γιακάδες καί μανσέτες καί τά μαλλιά μαζεμένα σέ κότσο στήν κορφή τοῦ κεφαλιοῦ, μάγουλο ρόζ ἀπό τή φροντίδα τῆς πούδρας καί φρύδι καμάρα γραμμένο ἔντονα μέ μαῦρο μολύβι θύμιζε μέντιουμ, ἀλλά μέντιουμ δέν ἦταν. Ἡ ἀδιέξοδη ζωή της τήν ἀνήγαγε σέ καφετζού.

Τό ’22, πού ἦρθαν στήν Κύπρο, ἡ ἱστορία τους ἦταν ἤδη περιπετειώδης. Ἡ μάνα, ἡ κυρά Μαριγώ, ἦταν δασκάλα, χήρα, διάφανος ἄνθρωπος. Ἡ κόρη κουβαλοῦσε τό σκοτεινό μυστικό ἑνός φυματικοῦ ἀρραβωνιαστικοῦ πού ἔχασε στόν πόλεμο. «Κι ἄν τά δακτυλίδια χάθηκαν, τα δάκτυλα μένουν», συνήθιζε νά λέει ἡ μάνα. Μια περήφανη μάνα, πού δέν ἤθελε νά δουλέψει ἡ μορφωμένη κόρη της σέ σπίτια πλουσίων ἤ σέ ἐργοστάσια. Ἄρχισε ἐκείνη τό ράψιμο καί τά καλά τά σπίτια τῆς πρόσφεραν καί τό μεροκάματο καί τό φαΐ τή μέρα πού τίς προσκαλοῦσαν. Μάνα καί κόρη οἰκόσιτες, ἡ μιά νά ράβει κι ἡ ἄλλη νά κεντᾶ μέ χάντρες καί μαργαριτάρια ροῦχα γιά βραδιές ξεχωριστές. Ἔγιναν περιζήτητες ἀφοῦ ἡ συντροφιά τους ἦταν συνδυασμένη μέ προσφορά ἑλκυστικῶν ἀφηγήσεων, παραμυθιῶν καί ἐπαρκῶν συζητήσεων γιά τήν κοινωνική καί πολιτική ἐπικαιρότητα τῆς ἐποχῆς. Δύο ἐστέτ, πού μ’ αὐτό τόν τρόπο κύλησαν τήν πέτρα τῆς ζωῆς μέχρι πού πέθανε ἡ μάνα. Οἱ προσκλήσεις κι οἱ παραγγελιές συνεχίστηκαν, ἀλλά οἱ ὧρες τῆς δουλειᾶς, παρά τίς εὐεργετικές περιποιήσεις τῶν φίλων κυριῶν ἦταν πολλές γιά τήν κόρη, πού ἡ ἡλικία της – μεγαλοκόρη ἤδη, ὅταν ἦρθαν πρόσφυγες – δέν τήν βοηθοῦσε, ἔτσι εὐτραφής καί τελειομανής πού ἦταν. Ἑπομένως πήγαιναν πιά στό καμαράκι της, στήν πίσω αὐλή τοῦ συγγενικοῦ σπιτιοῦ, πού τῆς παραχωρήθηκε φιλάνθρωπα, ὅλες οἱ φίλες καί γνωστές γιά τήν παρέα τοῦ καφέ, πού τά μυστικά τους, μισοαστεῖα-μισοσοβαρά, διάβαζε πρῶτα στά μάτια τους κι ὕστερα στό φλυτζάνι. Ὥσπου ἔγινε γητεύτρα καί τῶν ἀγνώστων, πού συνέρρεαν, νά τούς «διαβάζει» τά μελλοντικά τους βήματα. Αὐτή, ψυχούλα μου, διάβαζε το DNA τους, ὥς τά σώψυχά τους. Ὀνομαστή πιά στήν πόλη, ἐπαγγελματίας, πού σημαίνει ἡ συντροφιά της ἦταν ἕνα μάθημα. Ἱστορίες ἀπό τόν Ἀλή πασᾶ καί τήν κυρά Φροσύνη μπλέκονταν μέ τήν ἁρπαγή τῆς Περσεφόνης ἀπό τόν Πλούτωνα. Εἶχε μάλιστα στείλει γράμμα καί στή βασίλισσα Φρειδερίκη, νά τήν περιλάβει στίς ἀπόρους δεσποινίδες γιά βοήθημα καί ἔδειχνε τό χαρτί μέ τό στέμμα καί τήν ὑπογραφή παρ’ ὅλον, πού ἡ ἀπάντηση ἦταν ἀρνητική. Ἀνέβαζε ὡστόσο ἡ ἀπαντητική ἐπιστολή τήν ὑπόληψή της στούς πελάτες της. Μιά παραμυθού ἦταν, πού περνοῦσε γιά προφήτης.

Ἡ γιαγιά μου κι ἡ μάνα μου, σάν συντοπίτισσες ἀπ’ τήν Μικρασία ἀγαποῦσαν καί καλοῦσαν συχνά τή Μαριγώ καί τή Φιλαρέτη στό σπίτι μας. Οἱ μέρες τῶν ἐπισκέψεών τους ἦταν γιά μένα θησαυρός. Ἱστορίες τοῦ Ναστραδίν Χότζα καί παραμύθια τοῦ Ἄντερσεν διασταυρώνονταν μέ ἀφηγήσεις γιά τούς ἥρωες της ΕΟΚΑ, τούς ἀγωνιστές τοῦ 1821 καί τήν ἱστορία τοῦ ἑλληνισμοῦ. Καί ὁ καημός καημός, διοχετευόταν σέ τραγούδια, στήν ἑλληνική ἤ τουρκική γλώσσα, πού τά χόρευαν κρατώντας ξύλινα κουτάλια. Τα μύχια τους τά ἀποκάλυπταν στήν τουρκική μ’ ἕνα τσιγάρο στό χέρι. Καί τί καλοντυμένες ἔφθαναν, πάντα μ’ ἕνα δωράκι, κέντημα ἤ γλυκό, καί τί γάργαρος ὁ λόγος τους!

Κι ὅταν ἡ Φιλαρέτη ἔμεινε μόνη, ἡ μάνα μου συνέχισε τίς προσκλήσεις καί τά τραπεζώματα. Ποτέ ὅμως δέ ζήτησε νά τῆς διαβάσει τό φλυτζάνι. Κι ὅταν μιά φορά ἐγώ ἐπίτηδες ἤπια καφέ μαζί τους καί γύρισα τό φλυτζάνι ἀνάποδα, ἡ μάνα μου θύμωσε. Ἡ Φιλαρέτη δέν ἔχασε τό κέφι της. Κι ὅταν ἔφυγε καί ρώτησα «Γιατί ὄχι κι ἐμεῖς νά μήν μαθαίνουμε ἀπ’ τή Φιλαρέτη γιά τά μελλούμενά μας;», ἡ μάνα μέ μύησε στήν ἐκμαίευση τῆς ἀλήθειας. «Ναί, ἀφοῦ πρώτα μέ τήν περίχαρη κουβέντα της μαθαίνει ὅλα, ὅσα θέλει, τά στολίζει μετά καί τά λέει ἀλλιῶς. Δέν τό κατάλαβες; Ψυχολογεῖ τόν καθένα καί τοῦ ἐπιστρέφει αὐτό πού θέλει νά ἀκούσει. Μήν πιστεύεις, παιδί μου. Τό ψωμί της βγάζει πουλώντας ἐλπίδες. Δέν εἶναι μάντισσα.»
Πέρασαν τά χρόνια. Πέθανε ἡ Φιλαρέτη, πού ἔτρεφε τά ὄνειρα τόσων ἀφελῶν γυναικῶν ἤ καί εὐφυῶν γυναικῶν, πού ἤθελαν τήν ξεχωριστή παρέα της καί πλήρωναν ἐν ἐπιγνώσει τους γι’ αὐτή. Γυναικῶν πού ἐπίσης ἤξεραν ὅτι ὁ καφές ἦταν ἡ ζήση της. Φτώχυνε κι ἡ δική μου ζωή μέ τό θάνατό της.

Ἕνα καλοκαίρι βρέθηκα προσκαλεσμένη στή Μυτιλήνη. Ἦρθαν οἱ γιαγιάδες, οἱ θεῖες, οἱ ξαδέλφες τῆς φίλης μου, τό συγγενολόϊ ὅλο νά μέ καλωσορίσει καί νά μέ γνωρίσει. Πασίγνωστη ἡ φιλοξενία θεῶν καί θνητῶν τοῦ ἑλληνισμοῦ. Χαρές γιά τήν κύπρια φιλοξενούμενη ἀπό το πολύπαθο νησί, πού ἦταν καί μικρασιάτισσα. Ἦρθαν κι οἱ καφέδες. Τό ἄρωμα πλημμύρισε τό δωμάτιο. Γέλια, ἐρωτήσεις καί νά, κάθε φλυτζάνι νά ἀναποδογυρίζεται μετά ἀπό ἕνα κύκλο γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του. Καί τέλος ἡ τρομερή κουβέντα μέ κατεύθυνση τό ἄτομό μου «Πότε θά μᾶς πεῖς τόν καφέ;». «Ἐγώ;» ἀπόρησα. «Δέ γίνεται, μήν ἀρνιέσαι. Θά ξέρεις. Εἶσαι καί μικρασιάτισσα». Ἕνα εὔσημο στήν καταγωγή μου. Παρά τίς είλικρινεῖς ἀρνήσεις μου ἐνέδωσα.

Σάν ὑπνωτισμένη σέ ἀργή κίνηση πῆρα ἕνα φλυτζάνι καί τό κράτησα μέ σοβαρότητα στά δάκτυλα, περιστρέφοντάς το. Τά μάτια ὅλων στραμμένα στό πρόσωπό μου. Καί ἡ Πυθία ἐλάλησε… «Βλέπω τήν Ἀφρική μέσα στό φλυτζάνι… Κάποιος θά ἐπισκεφθεῖ τήν Ἀφρική… Φαίνεται καθαρά. Ταξίδι μακρινό τόν περιμένει». Ἕνα δυνατό καί παρατεταμένο ἄααα ἀκούστηκε ἀπό τό στόμα ὅλων. Κοιτοῦσαν ἔκθαμβοι, μιά ἐμένα, μιά τό Γιάννη τόν ξάδελφο τῆς φίλης μου.

«Ἐσύ εἶσαι, πού λές, πώς δέν ξέρεις νά διαβάζεις τόν καφέ; Ὁ Γιάννης εἶναι ἐρωτευμένος μέ μιά κοπελιά, πού ζεῖ στή Νότια Ἀφρική. Καί φεύγει μεθαύριο γιά νά τήν ἀρραβωνιαστεῖ!»

Ἔτσι βαφτίστηκα παραμυθού, κι ἀκόμα διαβάζω τίς ψυχές..

Άλατλι, Λάλε – Η κυρία

Η κυρία

Η κυρία του δευτέρου ορόφου
δεν θέλει να ακούει για απληστία
ούτε να φωνάζουμε ελευθερία
την ενοχλούν οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις
στην παραλία οι πρόσφυγες.

Δεν την ενδιαφέρουν
τα δάση κομμένα καμένα
τα μωρά στις ακτές ξεβρασμένα
οι αιχμάλωτοι καταυλισμών
τα ζώα βασανισμένα.

Η κυρία του δευτέρου ορόφου
θέλει να κοιμάται ανενόχλητα
κλειστά παράθυρα, μάτια
δωμάτιο τάφος
συνείδηση καπνός.

Χτυπάω σήμερα την καρδιά της
χαράζεται στη μνήμη μου
το όνομά στο κουδούνι:
«Υποκρισία, Όγδοη Αμαρτία».

Πήλιο 16/07/2018

Άλατλι, Λάλε – Η αμοιβή

Η ΑΜΟΙΒΗ

Προχθές που περπατούσα
έπεσε απ΄την τσέπη μου το παρελθόν.

Όποιος το βρει
ας κρατήσει τις συνήθειες,
τις στεναχώριες, τους καβγάδες,
τις αγωνίες, τους φόβους, τις κραυγές.

Κι ας μου επιστρέψει
τις αγάπες, τις φιλίες,
τις αναμνήσεις, τα χρώματα,
τα παιχνίδια, τα γέλια.

Δίνεται αμοιβή
δύο χιλιάδες αγκαλιές.

Θεσσαλονίκη 10/09/2018

Nikiforou, Tolis – büyülü ruh

Yeni e kültür sanat edebiyat dergisi, S.23 s.80

büyülü ruh

seni sevdim
tozlu mahallelerde, fabrikalarda
betonun renksiz yüzünde

barikatların arkasında seni sevdim
grev mitinglerinde
öğrenci yürüyüşlerinde
adliye koridorlarında

gizli gece toplantılarında
adın yazılı
dağıttığımız ilanlarda
astığımız kırmızı afişlerde
ve istihbarat birimlerinin arşivlerinde

seni sevdim, yoldaşım
büyülü ruhun bana
tedirginliğimse sana ait

Tolis Nikiforou – 1979
Sesine tutsak ürperti (2015)
Yunanca aslından Türkçeye çeviren: Lale Alatlı

Tolis Nikiforou (Τόλης Νικηφόρου), Salihli (Türkiye) ve Süzebolu’dan (Bulgaristan) gelen mülteci bir ailenin oğlu olarak 1938 yılında Selanik’te dünyaya geldi. Bugüne kadar yirmisi şiir ve on beşi düzyazı olmak üzere otuz beş kitabı (roman, öykü, masal) yayımlandı. Şiirleri dokuz dile çevrildi, birçok Yunanca ve yabancı dilde antolojilerde yer aldı. Ayrıca eserleri Yunanistan ve Kıbrıs’ta orta dereceli okul müfredatına dâhil edildi. Eserleri çeşitli edebiyat ödüllerine layık görüldü. Ayrıca dilbilimci ve yönetmen Fotis Simeonidis’in, sanatçının yaşam öyküsünü konu alan “Seni seviyorum. Sansürlendi” adlı belgesel filmi, 2015 yılında Uluslararası Selanik Film Festivali’nde, daha sonra da Yunan Devlet Televizyonu’nda gösterildi.

μαγεμένη ψυχή

σ’ αγάπησα
σε σκονισμένες γειτονιές και εργοστάσια
στην άχρωμη επιφάνεια του μπετόν

πίσω από οδοφράγματα σ΄ αγάπησα
σε συγκεντρώσεις απεργών
σε διαδηλώσεις φοιτητών
στους διαδρόμους των δικαστηρίων

σε μυστικές συνεδριάσεις της νύχτας
είναι γραμμένο τ’ όνομά σου
στις προκηρύξεις που μοιράσαμε
στις κόκκινες αφίσες που κολλήσαμε
και στα αρχεία των τμημάτων ασφάλειας

σ’ αγάπησα, σύντροφε μου
η μαγεμένη σου ψυχή είναι δική μου
η αγωνία μου σου ανήκει

Manta Lazarou, Evfrosini – Mayın Temizleyen Kadın (5, 6, 7, 8)

Yeni e kültür sanat edebiyat dergisi, S.21 s.2

5.
Kalın ayakkabıları anımsıyorum
yılan ısırıklarına göğüs geren.
Belli belirsiz iplikleriyle şüpheli fitilleri
koparıp kesiyor temizleyip yıkıyordum
eskimiş kıyafetler, uzamış tırnaklar
sonra sarι kâğıtlara sarıyordum
hafifçe basarken adımları sayarak, ayak izlerini hesaplayarak
mayın dolu bir arazide
silahsızlandırılmış üç metre mutluluk için
teslim olsam silahsız.

Evfrosini Manta-Lazarou
Mayın temizleyen kadın (2014)

Yunanca aslından çeviri: Lale Alatlı

Χοντροπάπουτσα τα θυμάμαι
ν’ αντέχουν στις δαγκωματιές των φιδιών.
Τα ύποπτα φυτίλια με τις δυσδιάκριτες κλωστές τους
έκοβα και ψαλίδιζα καθάριζα κι έπλενα
ρούχα γερασμένα, νύχια που έγδερναν
και τύλιγα κίτρινα χαρτιά
μετρώντας βήματα, ελαφρά πατώντας, υπολογίζοντας ίχνη
σε μια ήπειρο διάσπαρτη νάρκες
για τρία μέτρα παροπλισμένης ευτυχίας
άοπλη να παραδοθώ.

6.
Dostane birlikler ilerliyor
düzenli yollarda.
Tam zamanında izini sürüyorlar tedbirlilerin kaçındığı her şeyin.
Ben ise onları teşvik ediyorum
lale ve siklamen toplamaya.
İnsan eliyle ekilmemiş ne varsa
işte ondan korkulmaz.

Evfrosini Manta-Lazarou
Mayın temizleyen kadın (2014)

Yunanca aslından çeviri: Lale Alatlı

Φίλια στρατεύματα οδοιπορούν
σε τακτικούς διαδρόμους.
Ανιχνεύουν έγκαιρα όσα αποφεύγουν οι φρόνιμοι.
Κι εγώ τους παροτρύνω
να μαζέψουν λαλέδες και κυκλάμινα.
Πράγμα που δεν το έσπειρε ανθρώπινο χέρι
φόβο δεν έχει.

7.
Tehdit mekanizmaları tespit ediliyor.
Tökez telinin çekilmesi
kesin ölüm demek.
Uzak dur, uzak.
Sanki başka herkes
çoğalmayı biliyor
sen ise parçalanmayı.

Evfrosini Manta-Lazarou
Mayın temizleyen kadın (2014)

Yunanca aslından çeviri: Lale Alatlı

Παγιδεύονται οι μηχανές της απειλής.
Έλξη του σύρματος της παγίδευσης
θα σήμαινε βέβαιο θάνατο.
Μείνε απ’ έξω, μείνε.
Μου φαίνεται πως όλοι οι άλλοι
ξέρουν να πολλαπλασιάζονται
κι εσύ να τεμαχίζεσαι.

8.
Nehirde ateş
kollarında ise çağların çılgınlığı
karanlığa dökülüyor.
Nereye yüzersen yüz, efervesan tabletler,
hüzün kesiciler, iksirler, mutluluk bileşimleri ve zehirler.
İzsürücü metal değneğiyle ilerliyor.
İşinden uzak tutuyor sıkıca bağladığı köpeğini.
Mayın tarlasında dost tehlikelidir.
Seninle ilgilenir. Karşılık bekler.

Evfrosini Manta-Lazarou
Mayın temizleyen kadın (2014)

Yunanca aslından çeviri: Lale Alatlı

Ο πυρετός στον ποταμό
και στις παραποτάμιες παραφορές των εποχών
εκβάλλει στο σκοτάδι.
Όπου κι αν κολυμπήσεις, αναβράζοντα δισκία,
παυσίλυπα, ελιξίρια, ευφορικά σκευάσματα και δηλητήρια.
Με τη μεταλλική του ράβδο προχωρεί ο ιχνηλάτης.
Αφήνει έξω απ’ τη δουλειά καλά δεμένο το σκυλί.
Στα ναρκοπέδια είναι επικίνδυνος ο φίλος.
Σε γνοιάζεται. Θέλει την ανταπόκρισή σου.

Manta Lazarou, Evfrosini – Mayın Temizleyen Kadın (2), (3)

Uçsuz edebiyat ve eleştiri dergisi, S.3 s.19

Acılıydım.
İçimdeki
resimsiz sözcükler
akıp gidiyordu
geri gelin, diye çağırıyordum onları, içime gelin
konuşun
boş tok sesleri nafile
ve ölüm yoğunlaşıyordu sözler olmayınca.
Herkes nasıl? Yaşam nerede?
Dışarıda ve gürültüsüz.

Evfrosini Manta-Lazarou
Mayın temizleyen kadın (2014)

Yunanca aslından çeviri: Lale Alatlı

Üzerime birkaç sır koyup
tut diyorlar!
bense dehşete düşüyorum
patlamasını dilediğim bir bombayı
bana emanet ettikleri için.
Duvara çakılıp kalıyorum bir anlayış raptiyesi gibi.
Oysa ben istiyorum ki güneş gibi patlasın
başka gözleri de kavursun
başka yürekleri de açsın
başka dudaklar da konuşsun.
Tek başıma olmayayım.

Evfrosini Manta-Lazarou
Mayın temizleyen kadın (2014)

Yunanca aslından çeviri: Lale Alatlı

Kıbrıs’ta doğan Evfrosini Manta Lazarou (Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου), Atina Üniversitesi, Felsefe Fakültesi’nde Yunan Filolojisi okudu. Orta dereceli eğitim kurumlarında çalıştı. Daha sonra Yunanistan Milli Eğitim Bakanlığı için eğitim psikolojisi ve pedagojik malzeme hazırlama alanında hizmet verdi. “Gündüz Dokumacı, Gece Çıplak Kadınlar” (şiirler 2002), “… aşka mı ölüme mi gideceğiz,” (şiirler 2005), “Ariadni olmadan” (roman 2006), “Dostum, ben senin gibi değilim, bir tekçocuğun mektubu” (2006), “İçlik” (şiirler 2011), Nuh Kentte Gezerken (şiirler 2012), Mayın Temizleyicisi Kadın (şiirler 2014) adlı eserleri yayınlandı. “Nuh Kentte Gezerken” adlı eseri Devlet Şiir Ödülü’ne layık görüldü.

Πονούσα.
Μέσα μου
δίχως εικόνες λέξεις
έφευγαν
ελάτε πίσω, τις καλούσα, ελάτε μέσα μου
μιλήστε
ο γδούπος τους κενός του πουθενά
και δίχως λόγια πύκνωνε ο θάνατος.
Ο κόσμος τι; Πού η ζωή;
Έξω και δίχως κρότους.

Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου
Ναρκοσυλλέκτρια (2014)

Mου ακουμπάνε κάποια μυστικά
και μου λένε κράτησέ τα!
κι εγώ τρομάζω
γιατί μου δίνουν να φυλάξω μια βόμβα
που επιθυμώ να εκραγεί.
Καρφώνομαι στον τοίχο μια πινέζα κατανόησης.
Κι εγώ θέλω να εκραγεί σαν ήλιος
να κάψει κι άλλα μάτια
ν’ ανοίξει κι άλλες καρδιές
να μιλήσουν κι άλλα στόματα.
Να μην είμαι μόνη.

Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου
Ναρκοσυλλέκτρια (2014)

Michailidou, Lili – Eski Günlükler

Uçsuz edebiyat ve eleştiri dergisi, S.3 s.23

Eski günlükler

Kütüphanenin bir rafında
eski günlükleri saklarım.
Zaman zaman açarım, hatırlamak için değil
silmek, tekrarlamamak için.

Çünkü her tekrarda bir zalimlik saklıdır
zarafetle öldüren.

Arena (2014)

Yunanca aslından Türkçeye çeviren: Lale Alatlı

Lili Mihailidou (Λίλη Μιχαηλίδου) Lefkoşa’da yaşıyor ve çalışıyor. Uluslararası ilişkiler bölümünden mezun. Şiirleri ve düzyazı eserleri, hem Kıbrıs’ta hem yurtdışında çeşitli gazete ve dergilerde yayımlandı; birçok dile tercüme edildi.
Kıbrıs PEN Yazarlar Birliği’nin yönetim kurulu ve PEN’in İngilizce yayın yapan In Focus Edebiyat Dergisi’nin yazı kurulu üyesidir. Ayrıca dünyanın her köşesinden sanatçılarla, Kıbrıs ve yurtdışında edebiyat festivalleri ve şiir buluşmaları düzenleyen, kâr amacı gütmeyen Ideogramma Örgütü’nün asil üyelerindendir.

Παλιά ημερολόγια

Σ’ ένα ράφι της βιβλιοθήκης
φυλάω τα παλιά ημερολόγια.
Τα ανοίγω πότε-πότε, όχι για να θυμηθώ
μα για να διαγράψω, να μην επαναλάβω.

Γιατί η επανάληψη κρύβει μια τυραννία
που σκοτώνει με λεπτότητα.

Αρένα (2014)

Η Λίλη Μιχαηλίδου ζει και δημιουργεί στη Λευκωσία. Παρακολούθησε γραμματειακές σπουδές και δημόσιες σχέσεις. Ποιήματά και κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά στην Κύπρο και στο εξωτερικό και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κυπριακού Κέντρου ΠΕΝ και της συντακτικής ομάδας του αγγλόφωνου λογοτεχνικού περιοδικού IN FOCUS, που εκδίδεται από το ΠΕΝ. Επίσης είναι κύριο μέλος του μη Κερδοσκοπικού Οργανισμού Ιδεόγραμμα, με το οποίο οργανώνει λογοτεχνικά φεστιβάλ και ποιητικές συναντήσεις στην Κύπρο και στο εξωτερικό, με τη συμμετοχή ποιητών και συγγραφέων από όλο τον κόσμο.

Ντεμίρτας, Σελαχατίν – Η γοργόνα

Λογοτεχνικό Περιοδικό Ένεκεν  τ.47 σ.142-144 Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2018

Η γοργόνα

            Με λένε Μινά. Ξεκινήσαμε δύο μήνες πριν από τη Συρία, την Χάμα. Η μαμά μου με αγκάλιασε σφιχτά. Σε όλη την διάρκεια του δρόμου δεν με άφησε. Κάποιες φορές περπατήσαμε, κάποιες φορές πήραμε πολύ γεμάτα λεωφορεία ή σκονισμένα φορτηγά. Όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με λακκούβες. Προχωρούσαμε χοροπηδώντας. Αλλά η μητέρα μου δεν με άφησε ούτε ένα λεπτό. Στο δρόμο, οι άνθρωποι έλεγαν κάτι. Μερικοί στο λεωφορείο έκλαιγαν πολύ. Στην ουσία κι εγώ έκλαιγα. Σκότωσαν τον μπαμπά μου στη Χάμα. Δεν ξέρω γιατί τον σκότωσαν, τότε κι η μαμά μου έκλαψε πολύ, κι εγώ έκλαψα.

            Το ταξίδι μας κράτησε πολύ. Κάποια στιγμή πέθαναν δύο παιδιά και ένας ηλικιωμένος μπάρμπας στον δρόμο. Τους έσκαψαν  τάφους δίπλα στο δρόμο οι άντρες. Οι τάφοι των παιδιών ήταν μικροί. Οι μητέρες τους αγκάλιασαν σφιχτά τους τάφους τους, έκλαψαν πολύ, δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Αλλά οι άντρες τους τις τράβηξαν πίσω, είπαν ότι πρέπει να φύγουμε.

            Όταν φτάσαμε κάπου, όλοι χάρηκαν λίγο παραπάνω. Μερικοί άντρες είπαν ότι μόλις βραδιάσει θα πάμε στην ακτή και θα πάρουμε το πλοίο. Στη μαμά μου είπαν ότι δεν μπορεί να έρθει. Η μητέρα μου τους παρακάλεσε πολύ. Ύστερα έβγαλε τρία βραχιόλια από το στέρνο της και τους τα έδωσε, τότε οι άνδρες είπαν «Εντάξει, ελάτε κι εσείς».

            Το χωριό μας δεν είχε θάλασσα. Εγώ δεν είδα ποτέ μου θάλασσα. Κι η μητέρα μου δεν είχε δει. Πηγαίνοντας στην ακτή στα σκοτεινά πάλι δεν την είδαμε. Οι άνδρες μάς έβαλαν σε ένα πλοίο. Είχε πολύ κόσμο. Η μητέρα μου με αγκάλιασε, δεν με άφησε ποτέ ξανά. Οι άνδρες είπαν να κρατηθούμε καλά στις άκρες, η μητέρα μου με κράτησε ακόμα πιο σφιχτά. Κουνούσε πολύ πάνω από τη θάλασσα. Ήταν πολύ σκοτεινά, δεν μπόρεσα να δω τη θάλασσα. Έφτασε το αλμυρό νερό στο πρόσωπό μου. Έκανα εμετό από το αλάτι. Οι ηλικιωμένες γυναίκες προσεύχονταν, κι η μητέρα μου προσευχήθηκε. Μου είπε να μην τρομάζω η μαμά μου. «Πολύ λίγο έμεινε, σε λίγο θα φτάσουμε», είπε. Εγώ δεν τρόμαξα καθόλου. Έσταζαν δάκρια από τα ματιά μου λόγο αλατιού αλλά και λίγο έκλαψα. «Πολύ κύμα έχει,» είπαν οι άντρες. Όλο φώναζαν και έλεγαν να κρατηθούν σφιχτά όλοι. Ύστερα το πλοίο μας αναποδογύρισε.

            Το χωριό μας δεν είχε θάλασσα, είχε ένα μικρό ρυάκι. Μέσα τα ψάρια κολυμπούσαν πολύ γρήγορα. Στην πραγματικότητα το ρυάκι μας δεν ήταν και πολύ μικρό, ήταν μεγαλούτσικο. Στις πλαγιές ήταν τα δένδρα. Ο μπαμπάς μου, μου είχε κάνει μια κούνια από δέντρο, μια φορά. Το σπίτι μας ήταν δίπλα στο ρυάκι κι η μητέρα μου είχε κάνει μια κούκλα από κάλτσες για μένα. Αλλά την ξέχασα στο λεωφορείο, στο δρόμο. Το σπίτι μας ήταν πολύ όμορφο.

            Εμείς, όλοι πέσαμε μέσα στη θάλασσα. Η μητέρα μου με αγκάλιασε πολύ σφιχτά. Επειδή δεν είχαμε θάλασσα στο χωριό μας, εμείς δεν μάθαμε ποτέ να κολυμπάμε. Κι η μητέρα μου δεν έμαθε. Μαζί με την μητέρα μου, φτάσαμε στο βάθος του νερού. Μετά ανεβήκαμε λιγάκι προς τα πάνω. Όμως, οι πολλοί άντρες όλο και πατούσανε πάνω μας με τα πόδια τους, μετά ξανά πήγαμε προς το βάθος. Η μητέρα μου δεν με άφησε ποτέ, με αγκάλιασε σφιχτά. Επειδή το νερό ήταν αλμυρό κάηκε ο λαιμός μου. Η μητέρα μου με αγκάλιασε κι εγώ είπα από μέσα μου «Μην φοβάσαι, μάνα», απλά ήθελα να κλάψω λίγο. Η μητέρα μου δεν φοβήθηκε καθόλου, όλο και κοίταζε μέσα στα μάτια μου. Δεν μπορέσαμε να βγούμε ποτέ στην επιφάνεια.

            Με λένε Μινά. Είμαι πέντε χρονών. Ξεκινήσαμε δύο μήνες πριν από την Χάμα. Εμείς δεν είδαμε ποτέ τη θάλασσα από έξω. Εδώ και μια εβδομάδα είμαι στο βάθος της θάλασσας, εγώ είμαι γοργόνα, η κόρη της Μεσογείου, η θάλασσα είναι η μητέρα μου πλέον. Η μητέρα μου με αγκάλιασε σφιχτά, δεν με αφήνει καθόλου. Γιατί όλες οι μάνες αγαπάνε πολύ τις κόρες τους.

Σεχέρ (2017)

Μετάφραση από τα τουρκικά: Lale Alatlı

Επιμέλεια: Φανή Βαλσαμάκη

Ο Σελαχατίν Ντεμίρτας (Selahattin Demirtaş), γεννήθηκε το 1973 στο Ελάζιγ (Τουρκία). Σπούδασε νομικά. Υπήρξε διευθυντής στην Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και στη Διεθνή Αμνηστία της Τουρκίας. Είναι συμπρόεδρος του Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (HDP) και παραμένει φυλακισμένος από τον Νοέμβριο του 2016. Γράφει διηγήματα και ποιήματα.

 

Denizkızı

            Benim adım Mina. İki ay önce Suriye’den, Hama’dan yola çıktık. Annem bana sıkı sıkı sarıldı. Yol boyunca hiç bırakmadı. Bazen yürüdük, bazen çok kalabalık otobüslere, tozlu kamyonlara bindik. Yollar hep çukurdu. Zıplaya zıplaya gidiyorduk. Ama annem beni hiç bırakmadı. Yolda insanlar hep bir şeyler konuştular. Otobüste bazıları çok ağladı. Aslında ben de ağladım. Benim babamı öldürdüler Hama’da. Niye öldürdüler bilmiyorum, o zaman annem çok ağladı, ben de ağladım.

            Yolculuğumuz çok uzun sürdü. Bir keresinde iki çocuk bir de yaşlı amca öldüler yolda. Onlara yol kenarında mezar yaptı adamlar. Çocukların mezarları küçüktü. Anneleri mezarlarına sıkı sıkı sarıldı, çok ağladılar, gelmek istemediler. Ama adamlar onları çektiler, gitmek zorundayız dediler.

            Bir yere vardığımızda herkes biraz daha sevinçli oldu. Bazı adamlar dedi ki, gece karanlık olunca denizin kenarına gidip orada gemiye bineceğiz. Anneme siz gelemezsiniz dediler. Annem onara çok yalvardı. Sonra koynundan üç tane bilezik çıkardı, adamlara verdi, tamam o zaman, siz de gelin dediler.

            Bizim köyde deniz yoktu. Ben hiç deniz görmedim hayatımda. Annem de görmemiş. Karanlıkta denizin kenarına gidince yine göremedik denizi. Adamlar bizi bir gemiye bindirdiler. Çok kalabalık olduk. Annem bana sarıldı, hiç bırakmadı. Adamlar dedi ki, kenarları sıkı sıkı tutun, annem beni daha sıkı tuttu. Denizin üstünde çok sallandık. Kapkaranlık olduğu için denizi göremedim. Yüzüme tuzlu sular geldi. Tuzdan ben kustum. Yaşlı kadınlar dualar okudular, benim annem de okudu. Bana hiç korkma dedi annem. Çok az kaldı, birazdan yetişeceğiz dedi. Ben hiç korkmadım. TUzdan gözlerimizden yaş aktı ama biraz da ağladım. Çok dalga var dedi adamlar. Hep bağırdılar, bir de herkes çok sıkı tutunsun dediler. Sonra gemimiz devrildi.

            Bizim köyde deniz yoktu, küçük bir deremiz vardı. İçindeki balıklar çok hızlı yüzüyordu. Aslında deremiz çok küçük değildi, birazcık büyüktü. Kenarında ağaçlarımız vardı. Babam bir kere bana ağaçtan salıncak yapmıştı. Evimiz derenin kenarındaydı. Annem de bana eski çoraplardan bi bebek yapmıştı. Ama onu yolda otobüste unuttum. Evimiz çok güzeldi.

            Biz hepimiz denizin içine düştük. Annem bana çok sıkı sarıldı. Bizim köyde deniz olmadığı için biz hiç yüzme öğrenemedik. Annem de öğrenemedi. Annemle birlikte suyun dibine doğru gittik. Sonra biraz yukarı doğru çıktık. Ama kalabalık adamlar hep ayaklarıyla bizim üzerimize bastılar, sonra yine dibe doğru gittik. Annem beni hiç bırakmadı, sıkı sıkı sarıldı. Su tuzlu olduğundan benim boğazım yandı. Annem bana sarıldı, ben de içimden korkma anne dedim, biraz ağlamak istedim sadece. Annem de hiç korkmadı, hep gözlerimin içine baktı. Hiç çıkamadık denizin dibinden.

            Benim adım Mina. Beş yaşındayım. İki ay önce Hama’dan yola çıktık. Biz hayatımızda denizi hiç dışarıdan göremedik. Bir haftadır denizin dibindeyim, ben denizkızıyım, Akdeniz’in kızı, deniz benim annem artık. Annem beni sıkı sıkı sardı, hiç bırakmıyor. Bütün anneler kızlarını çok severler çünkü.

 Seher (2017) 

Καραπασάογλου, Χαλίλ – Ωτοστόπ

Ένεκεν, λογοτεχνικό περιοδικό τ.47 σ.146 Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2018

Ωτοστόπ

τη ζωή
βρίσκω μαζεύοντας
ό,τι παραπέφτει από τις τσέπες του δρόμου

ακόμα και να παλιώσουν τα μαλλιά μου
τα γένια μου
τα σανδάλια μου

ανοίγω πηγάδια από γράμματα
ύστερα πέφτω
στον δρόμο αφήνω
ό,τι βαραίνει την πλάτη μου

από το βιβλίο αγάπη με καυτερή πιπεριά (2013)

Μετάφραση: Lale Alatlı
Επιμέλεια: Αθηνά Κατσίβελη

Ο Halil Karapaşaoğlu (Χαλίλ Καραπασάογλου) γεννήθηκε το 1985 στον Ψυλλάτο (Κύπρος). Τον Ιούλη του 2008 πήγε στην Αγγλία όπου εργάστηκε ως σερβιτόρος, βοηθός κουζίνας, βοηθός χασάπη, πωλητής, οικοδόμος, σεφ και λογιστής. Κυκλοφόρησε μαζί με φίλους του το περιοδικό Çirkef. Ενώ υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, εξέδωσε το περιοδικό Lokmacı. Από το 2013 γράφει στο λογοτεχνικό περιοδικό KerPiç. Έχει δημοσιεύσει ποίηση, δοκίμια, διηγήματα και πολιτικά άρθρα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες στην Κύπρο.
Το 2011 ενώ ήταν στρατιώτης, φυλακίστηκε για 10 μέρες εξαιτίας ενός άρθρου που δημοσίευσε. Το 2013 ανακοίνωσε δημόσια ότι είναι αντιρρησίας συνείδησης. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «αγάπη με καυτερή πιπεριά». Είναι ιδιοκτήτης του 1984 Bar στη Λευκωσία.

Otostop

yolun cebinden sızanları
toplayarak buluyorum
hayatı

saçlarım
sakallarım
sandallarım eskise de

harflerden kuyular açıyor
düşüyorum sonra
yola bırakıyorum
sırtımda ne varsa

acı biberli aşk (2013)

Halil Karapaşaoğlu, 1985’te İpsillat’ta doğdu. 2008 yılında, Doğu Akdeniz Üniversitesi, İngiliz Dili Edebiyatı ve İnsani Bilimler Fakültesi’nden mezun oldu. 2008 yılının Temmuz ayında İngiltere’ye gitti. Kısa bir dönem Oxford’da kaldıktan sonra işsizlikten dolayı Londra’ya geçti. 2010’un sonlarına doğru Kıbrıs’a geri döndü. Garson, bulaşıkçı, kasap yamağı, tezgâhtar, inşaat işçisi ve aşçı olarak çalıştı.
Üniversite yıllarında, arkadaşlarıyla Çirkef, askerde Lokmacı dergilerini çıkarttı. 2013’te yayınlanmaya başlayan KerPiç edebiyat dergisinin editörlerinden biridir. Şiirleri, öyküleri, denemeleri Kıbrıs’ta çeşitli gazete ve dergilerde yayınlanmıştır. 2011’de askerdeyken yazdığı bir yazıdan dolayı, 10 gün Hamitmandrez Askeri Cezaevi’nde hapis yattı. “acı biberli aşk” ilk şiir kitabıdır.

Καραπασάογλου, Χαλίλ – Έρωτας με Καυτερό Πιπέρι

Ένεκεν, λογοτεχνικό περιοδικό τ.47 σ.145 Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2018

Έρωτας με Καυτερό Πιπέρι

γλυκαίνει η πιπεριά
το ψέμα της παιδικότητας
παρά τις πίκρες
που αλείφονται στη γλώσσα σου

απλώνεται στον ήλιο
μία μία
κρεμασμένη στο σύρμα
η κόκκινη πιπεριά

γίνεται κραγιόν στα χείλη σου

ψωμοτύρι στη γλώσσα μου γίνεται η ιστορία
του μπαχαριού που υποφέρει
κάθε φορά που σε φιλώ

 

Λονδίνο, Καλοκαίρι, 2013
από το βιβλίο αγάπη με καυτερή πιπεριά (2013)

Μετάφραση από τα τουρκικά: Lale Alatlı
Επιμέλεια: Φανή Βαλσαμάκη

Ο Halil Karapaşaoğlu (Χαλίλ Καραπασάογλου) γεννήθηκε το 1985 στον Ψυλλάτο (Κύπρος). Τον Ιούλη του 2008 πήγε στην Αγγλία, όπου εργάστηκε ως σερβιτόρος, βοηθός κουζίνας, βοηθός χασάπη, πωλητής, οικοδόμος, σεφ και λογιστής. Κυκλοφόρησε μαζί με φίλους του το περιοδικό Çirkef. Ενώ υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, εξέδωσε το περιοδικό Lokmacı. Από το 2013 γράφει στο λογοτεχνικό περιοδικό KerPiç. Έχει δημοσιεύσει ποίηση, δοκίμια, διηγήματα και πολιτικά άρθρα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες στην Κύπρο.
Το 2011 ενώ ήταν στρατιώτης, φυλακίστηκε για 10 μέρες εξαιτίας ενός άρθρου που δημοσίευσε. Το 2013 ανακοίνωσε δημόσια ότι είναι αντιρρησίας συνείδησης. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «αγάπη με καυτερή πιπεριά». Είναι ο ιδιοκτήτης του 1984 Bar στη Λευκωσία.

Acı Biberli Aşk

çocukluğunun yalanını
tatlandırır biber
diline sürülen
acılarına rağmen

güneşe yatırılır
teker teker
tele dizilir
kırmızı biber

ruju olur dudaklarının

acılar çeken baharatın
hikâyesi dolanır dilime
seni her öpüşümde

Londra, Yaz, 2013

Άλατλι, Λάλε – Τέσσερις πράξεις

Ένεκεν, λογοτεχνικό περιοδικό τ.47 σ.151

Τέσσερις πράξεις

Μου αρέσουν τα μαθηματικά
όχι οι αριθμοί,
δεν κάθισα τεμπέλικα
να οι δικοί μου λογαριασμοί:

μηδέν + μυαλό = εξυπνάδα
εξυπνάδα + αγάπη = συνύπαρξη
συνύπαρξη Χ ενσυναίσθηση = κατανόηση
κατανόηση + τρυφερότητα = αγάπη
αγάπη / υποκρισία = αρρώστια
εξυπνάδα – συνείδηση = κακία
κακία – εξυπνάδα = βλακεία
συνείδηση + εξυπνάδα = επιτυχία
επιτυχία – συνείδηση = πονηριά
υποκρισία Χ οικογένεια = κοινωνία
κοινωνία Χ υγεία = ειρήνη
κοινωνία Χ βλακεία = πόλεμος
πόλεμος + υποκρισία = χρήματα
χρήματα / λαός = αδικία
αδικία / χρήματα = καπιταλισμός
καπιταλισμός – χρήματα = μηδέν

Edebiyat aracılığıyla komşu ile tanışmak: Yunanistan ve Kıbrıs’ta Türk edebiyatı

Tamer Öncül – GÜMÜLCİNE’DE “KOMŞU İLE TANIŞMAK”

Geçen haftaki köşemde söz etmiştim, Gümülcine’deki etkinlikten.

Kıbrıs Üniversitesi Türkiye ve Orta Doğu Çalışmaları Bölümü adına  Börte Sagaster ve Demokritus Trakya Üniversitesi Karadeniz Ülkeleri’nin Dili, Edebiyatı ve Kültürü Bölümü adına Yorgos Salakidis’in düzenlediği “Edebiyat aracılığıyla komşu ile tanışmak: Yunanistan ve Kıbrıs’ta Türk edebiyatı” başlıklı etkinliğe, Kıbrıs’tan uçakla Selanik; oradan da otobüsle Gümülcine  güzergahıyla gittik. Okumaya devam et Edebiyat aracılığıyla komşu ile tanışmak: Yunanistan ve Kıbrıs’ta Türk edebiyatı

Alatlı, Lale – o çocuk

O çocuk*

O çocuk, benim
bir yıldızım vardı
beni hatırlamazsın,
bisiklete binerdim sokaklarında
dondurma yerdim ağaç gölgelerinde
arkadaşlarımla oynardım
annem istediği kadar çağırsın beni günbatımında.

O çocuk, benim
artık kimse hatırlamaz beni
evimiz apartman oldu
ben de tarihte bir sayı.

bir şeyimi eksik etmezdi ninem
bütün nineler gibi
hep korurdu beni babam
bütün babalar gibi
yüreği benim için atardı annemin
bütün annelerinki gibi
oysa ben yaşayamadım
bütün çocuklar gibi.

O çocuk, benim
midesine indirdi beni de tren
Özgürlük Meydanı’nda
bugün gibi sisli bir gün,
peki özgürlük kimin için
acaba bu meydanda?

Ninem dayanamadı
babam konuşamadı
annemin yüreği kül oldu
asla doymayan obur tren
onları da yalayıp yuttu.

Hepimizin yıldızı vardı
biz kül olduk bir günde
arkamızda kalan duman da, canım Selanik’im
senin tarihine kapkara bir leke.

*Küçük Kudüs Selanik’e
II. Dünya Savaşı sırasında neredeyse Selanik Musevileri’nin tamamı (56.000 kişi) Eleftheria (Özgürlük) Meydanı’ndan toplama kamplarına gönderildi.

Άλατλι, Λάλε – Eκείνο το παιδί

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΑΙΔΙ*

Είμαι εκείνο το παιδί
κουβαλούσα ένα αστέρι
εσύ δε με θυμάσαι,
έκανα ποδήλατο στα σοκάκια σου
έτρωγα παγωτό στις σκιές των δέντρων σου,
έπαιζα με φίλους
ας φώναζε η μάνα το σούρουπο.

Είμαι εκείνο το παιδί
που κανείς δεν θυμάται πια
το σπίτι μας έγινε πολυκατοικία
κι εγώ ένας αριθμός στην ιστορία.

Η γιαγιά μού χάριζε όλον τον κόσμο
όπως κάθε γιαγιά
ο μπαμπάς πάντα με προστάτευε
όπως κάθε μπαμπάς
η καρδιά της μάνας χτυπούσε για μένα
όπως κάθε μάνας
εγώ όμως δεν έζησα
όπως κάθε σου παιδί.

Είμαι εκείνο το παιδί
με κάταπιε το τρένο
στην πλατεία Ελευθερίας
μια μέρα με ομίχλη
τελικά για ποιους είναι η ελευθερία
σ’ αυτήν την πλατεία;

Η γιαγιά δεν άντεξε
ο μπαμπάς δεν μίλησε
η καρδιά της μάνας έγινε στάχτη
έφαγε κι εκείνους το λαίμαργο τρένο
που ποτέ δεν χόρταινε.

Είχαμε όλοι αστέρια
γίναμε καπνός μια μέρα
κι η μαυρίλα του, Θεσσαλονίκη μου
έβαψε την δικιά σου ιστορία.

* Στην Μικρή Ιερουσαλήμ

Άλατλι, Λάλε – Στις δύο ανάμεσα

Ένεκεν, λογοτεχνικό περιοδικό τ.47 σ.152, 153

Στις δύο ανάμεσα

Χωρίς φασαρία πολλή χωρίσαμε
εκείνη δεν είπε μείνε
εγώ δεν είπα φεύγω.
Για να τη λησμονήσω
άρχισα να βλέπω μια άλλη
χωρίς να της το πω,
ήταν στην αναπνοή μου ακόμα εκείνη, στο βάθος.
Αναζητούσα τα φιλιά της
να μείνω άλλο όμως, δεν μπορούσα,
είχε γίνει δύσκολη, ιδιότροπη, καταπιεστική, επιθετική, νευρικιά, επικίνδυνη…

Εντελώς διαφορετική ήταν η καινούρια
μαλακιά, τρυφερή και απαλή,
με αγάπη αγκάλιαζε
με ειλικρίνεια μιλούσε,
ένιωθα πρώτη φορά ασφάλεια,
ήξερε πως έπρεπε να με έχει ελεύθερη
για να επιστρέφω πάντα.

Με κυνηγάει ακόμα η πρώην,
τις νύχτες εισβάλλει στα όνειρα μου!
Λέει να μη δώσω σημασία η νυν,
αφού εμείς ανταμώσαμε
τη ζωή μας φτιάξαμε.
Έτσι αισθάνομαι κι εγώ,
δεν μπορώ όμως να την σβήσω από το μυαλό
ούτε κι από την καρδιά.

Η ζωή της είναι κατηφόρα
κάθεται πλέον σε άλλες αγκαλιές,
έμπλεξε άσχημα,
άγρια δάχτυλα τώρα τη χαϊδεύουν
της συμπεριφέρονται απάνθρωπα
την ταλαιπωρούν,
δεν την αφήνουν να πίνει και να γλεντάει
να τραγουδάει και να χορεύει.
Τo τσιμεντένιο κορμί της
τον ουρανό, τον ήλιο δεν βλέπει πια.
Εκατομμύρια μυρμήγκια περπατάνε πάνω της
εκεί που κάποτε περιπλανιόταν η Ιώ,
το παρελθόν της κρύφτηκε στις αναμνήσεις,
ζει πλέον επειδή δεν πεθαίνει.

Στεναχωριέμαι για εκείνη
τα καλύτερα μου χρόνια μαζί της,
ένας έρωτας σαν του Δία.
Όχι να είμαι δίπλα της τώρα
αλλά να ήξερα, αν κι από μακριά
ότι είναι καλά, περνάει όμορφα.
Της λείπω άραγε;

Τα μεσάνυχτα
απλώνω τα χέρια μου για να τη σώσω
δεν τη φτάνουν,
τα σηκώνω ψηλά σήμερα
και την αφήνω σε εκείνα που δεν είναι δικά μου.
Πνίγω τις λέξεις μου και φυσάω τις τελευταίες:
«Αντίο Κωνσταντινούπολη,
είμαι με τη Θεσσαλονίκη!»

Ραν, Ναζίμ Χικμέτ – Αυτοβιογραφία

Λογοτεχνικό Περιοδικό Ένεκεν  τ.47 σ.142-144 Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2018

Αυτοβιογραφία

Γεννήθηκα το 1902
σε μια πόλη που δεν γύρισα ποτέ
δεν μου αρέσει να γυρνάω πίσω
στα τρία μου εγγονός του πασά στο Χαλέπι
στα δεκαεννέα κομμουνιστής φοιτητής στη Μόσχα
στα σαράντα εννιά επισκέπτης στο Τσεκά Πάρτι πάλι στη Μόσχα
από τα δεκατέσσερά μου ποιητής

άλλος ξέρει ένα προς ένα τα φυτά, άλλος τα ψάρια
                                                            εγώ τους χωρισμούς
άλλος μπορεί να πει απ’ έξω όλα τα ονόματα των άστρων,
                                                            εγώ των νοσταλγιών

κοιμήθηκα και σε φυλακές και σε ξενοδοχεία μεγάλα,
έμαθα την πείνα στην απεργία και θαρρώ δεν υπάρχει φαγητό που να μην το ’χω δοκιμάσει

στα τριάντα μου ήθελαν να με κρεμάσουν,
στα σαράντα οκτώ να μου δώσουν μετάλλιο ειρήνης
                                                            και μου το έδωσαν
στα τριάντα έξι μου διάνυσα τα τέσσερα μέτρα μπετόν του κελιού μου σε μισό χρόνο
στα πενήντα εννιά μου πέταξα από την Πράγα μέχρι την Αβάνα σε δεκαοχτώ ώρες

δεν είδα τον Λένιν αλλά το 1924 στάθηκα φρουρός πλάι στο φέρετρό του
το 1961 γνώρισα το μαυσωλείο του που είναι τα βιβλία του

θελήσανε να με πετάξουν απ’ το κόμμα,
                                                            μα δεν το πέτυχαν,
ούτε και συντρίφτηκα κάτω απ’ τα είδωλα που γκρεμίζονταν

μ’ έναν νεαρό σύντροφο το 1951 περπάτησα ενάντια στον θάνατο
με ραγισμένη καρδιά το 1952 περίμενα ανάσκελα επί τέσσερις μήνες τον θάνατο

ζήλεψα τρελά τις γυναίκες που αγάπησα,
μα δεν ένιωσα καθόλου φθόνο ακόμα και για τον Σαρλό
απάτησα τις γυναίκες μου
δεν μίλησα πίσω από τις πλάτες των φίλων μου

ήπια αλλά δεν έγινα νυχτόβιος
είμαι ευτυχισμένος που κέρδισα χρήματα πάντα με τον ιδρώτα μου

ντράπηκα εκ μέρους των άλλων, είπα ψέματα
είπα ψέματα να μην στενοχωρώ τον άλλον
                                                αλλά είπα ψέματα και χωρίς λόγο

ταξίδεψα με το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο
πολλοί δεν μπορούν
πήγα στην όπερα
                        πολλοί δεν μπορούν, δεν ξέρουν ούτε το όνομά της
και στα μέρη που πήγαν πολλοί, έχω να πάω από τα δεκαεννιά μου
στο τζαμί, στην εκκλησιά, στη χάβρα, στον ναό, στον μάγο
όμως μερικές φορές ζήτησα να μου πουν το φλιτζάνι

τα γραπτά μου εκδόθηκαν σε τριάντα μπορεί και σε σαράντα γλώσσες
            απαγορεύονται στην Τουρκία μου, στα τουρκικά μου

ακόμα δεν έχω καρκίνο
δεν χρειάζεται να τον έχω
δεν θα είμαι πρωθυπουργός ή κάτι τέτοιο
κι ούτε με νοιάζει
επίσης δεν έχω πάει σε πόλεμο
δεν κατέβηκα σε καταφύγια μέσα στην νύχτα
δεν ήμουν στους δρόμους κάτω από τα καταδρομικά
αλλά ερωτεύτηκα κοντά στα εξήντα μου
με λίγα λόγια σύντροφοι
αν και σήμερα ψοφάω από τη θλίψη μου στο Βερολίνο
                        μπορώ να πω ότι έζησα σαν άνθρωπος
και πόσο ακόμα θα ζήσω
                        και τι θα περάσω ακόμα
ποιος ξέρει.

11 Σεπτεμβρίου 1961, Ανατολικό Βερολίνο

Μετάφραση από τα τουρκικά: Lale Alatlı
Επιμέλεια: Αθηνά Κατσίβελη

Ο Ναζίμ Χικμέτ (Nâzım Hikmet Ran, Θεσσαλονίκη, 15 Ιανουαρίου 1902 – Μόσχα, 3 Ιουνίου 1963) ήταν Τούρκος ποιητής και δραματουργός, τα έργα του οποίου μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Πέθανε στην Μόσχα από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 61 ετών.

Otobiyografi

1902’de doğdum
doğduğum şehre dönmedim bir daha
geriye dönmeyi sevmem
üç yaşımda Halep’te paşa torunluğu ettim
on dokuzumda Moskova’da komünist Üniversite öğrenciliği
kırk dokuzumda yine Moskova’da Tseka-Parti konukluğu
ve on dördümden beri şairlik ederim

kimi insan otların kimi insan balıkların çeşidini bilir
ben ayrılıkların
kimi insan ezbere sayar yıldızların adını
ben hasretlerin

hapislerde de yattım büyük otellerde de
açlık çektim açlık gırevi de içinde ve tatmadığım yemek yok gibidir

otuzumda asılmamı istediler
kırk sekizimde Barış madalyasının bana verilmesini
verdiler de
otuz altımda yarım yılda geçtim dört metre kare betonu
elli dokuzumda on sekiz saatta uçtum Pırağ’dan Havana’ya

Lenin’i görmedim nöbet tuttum tabutunun başında 924’de
961’de ziyaret ettiğim anıtkabri kitaplarıdır

partimden koparmağa yeltendiler beni
sökmedi
yıkılan putların altında da ezilmedim

951’de bir denizde genç bir arkadaşla yürüdüm üstüne ölümün
52’de çatlak bir yürekle dört ay sırtüstü bekledim ölümü

sevdiğim kadınları deli gibi kıskandım
şu kadarcık haset etmedim Şarlo’ya bile
aldattım kadınlarımı
konuşmadım arkasından dostlarımın

içtim ama akşamcı olmadım
hep alnımın teriyle çıkardım ekmek paramı ne mutlu bana

başkasının hesabına utandım yalan söyledim
yalan söyledim başkasını üzmemek için
ama durup dururken de yalan söyledim

bindim tirene uçağa otomobile
çoğunluk binemiyor
operaya gittim
çoğunluk gidemiyor adını bile duymamış operanın
çoğunluğun gittiği kimi yerlere de ben gitmedim 21’den beri
camiye kiliseye tapınağa havraya büyücüye
ama kahve falıma baktırdığım oldu

yazılarım otuz kırk dilde basılır
Türkiye’mde Türkçemle yasak

kansere yakalanmadım daha
yakalanmam da şart değil
başbakan filân olacağım yok
meraklısı da değilim bu işin
bir de harbe girmedim
sığınaklara da inmedim gece yarıları
yollara da düşmedim pike yapan uçakların altında
ama sevdalandım altmışıma yakın
sözün kısası yoldaşlar
bugün Berlin’de kederden gebermekte olsam da
insanca yaşadım diyebilirim
ve daha ne kadar yaşarım
başımdan neler geçer daha
kim bilir.

11 Eylül 1961, Doğu Berlin

Moleskis, Yorgos – Güneş Odaya Girince

Yeni e edebiyat dergisi, S.17 s.46,47

GÜNEŞ ODAYA GİRİNCE

“Karınız bizimle gelmese daha iyi olur, hem genç hem de hamile, tutuklu kadınlarda ne hisler uyandırır bilemeyiz,” dedi Stavros. Kültür Bakanlığı’nda çalışıyordu. Bir zamanlar tüm Yunanistan ve Kıbrıs’ta yürütülen “Özgür Açık Üniversite” programının sorumlusuydu. Bu daveti bazı çekincelerle kabul etmiş olsam da nihayetinde büyük bir meydan okuma unsuru içerdiği apaçıktı; bu da tüm girişimi farklı bir boyuta taşıyordu. Daha fazla açıklamaya gerek kalmadan, karım da durumu anladı. Ben dönene kadar otelde kalacaktı.
Sonbahar henüz başlamış, gündüzler hâlâ uzun ve sıcaktı. Aynı zamanda şoförlüğümüzü de yapan Stavros ve iş arkadaşı sosyolog Anna’yla birlikte bir öğleden sonra, Atina’nın merkezindeki otelimizden yola çıktık. Şehri bir baştan bir başa katederek cezaevine doğru ilerledik. Arabayı kadınlar bölümünün önünde bir otopark alanına bırakıp, çabucak açılıp biz girer girmez üzerimize kapanan demir bir kapıya doğru ilerledik. Yanımdakilerle önceden tanışıyor görünen iki kadın görevli karşıladı bizi. Sağ tarafında birçok kapalı kapı, solunda da avluya bakan büyük pencereleri olan bir koridordan, eğlence salonu denen mekâna doğru ilerledik. Bir sürü kadın oraya toplanmıştı bile, diğerleri ise salona düzensiz serpiştirilmiş olan alçak taburelerde yerlerini alıyordu. Nihayet kırk civarında belki de daha fazla kadın toplandı. Onlar benim dinleyicilerimdi, şiir hakkında konuşacaktım.
Stavros ve Anna’yla beraber, etrafında üç ahşap sandalye bulunan kare bir masanın önünde yerlerimizi aldık. Salonun sol tarafında, koridordan görünen iç avluya bakan büyük bir pencere vardı. Salonu aydınlatan ışık o pencereden giriyordu. Avluda ise katılım isteğe bağlı olduğundan toplantıya gelmemeyi tercih eden birkaç kadın geziniyordu.
Yazılı metin kullanmamaya karar verdiğim konuşmama başlamadan önce tekrar dinleyicilere baktım: hepsi kadındı; farklı yaş ve dış görünüme sahip, kimi abartılı şekilde bakımsız, saç baş dağınık; kimi ise tam tersine makyajlı ve bakımlı, kıyafetleri özenliydi. Aralarında bir erkeğin bakmadan geçemeyeceği kadar güzeller de vardı. Her biri farklı şekilde aşırı dekolteli veya aşırı mini etekli olan bazıları ise bizim dikkatimizi ve bakışlarımızı üzerlerine çekecek biçimde oturdular yerlerine. En azından salonda bulunan biz iki erkeğin. Cezaevine yaklaşırken, diğerlerinin yolda bana anlattıklarına göre bu kadınların çoğu uyuşturucu, bazıları aşk veya ihtiras suçu hatta cinayet sebebiyle orada bulunuyordu. Tüm bu sahnede tiyatrovari bir hava vardı, bizlere de birer rol düşmüştü. Fakat aynı zamanda bu süslü püslü, kısmen öngörülemez kumpanyayı izleyen seyircilerdik.
Stavros kısa biyografimi okuyarak, anlaştığımız üzere abartıya kaçmadan beni seyircilere tanıttıktan sonra ben hemen konuya girdim. Önümdeki masada sadece bazı notlar ve okumak istediğim şiirlerin bulunduğu birkaç kâğıt duruyordu:
“Şiir dünyayı, kendine has bir biçimde ele alır, işler ve tanır. Genellikle içinde ansızın olan şeyler ve paradoks unsurları gizleyen veya bir arada bulunan çeşitli anlamlara ait katmanları gözler önüne seren, duygu yüklü sözcükler ve resimler aracılığıyla dünyaya yaklaşır. Farklı tarihsel dönemlere ve farklı sosyal koşullara ait insanlar tarafından kullanıldıkları yüzyıllar boyunca sözlerle özdeşleşen ve bütünleşen anlamlar… Şiir, dünyaya farklı bir gözle bakmaktır. Ansızın olan şeyler ve paradokslarla, hayatımızın başka yönlerini tanımamıza fırsatlar sunan yeni geçitler açar…. İşte, size şimdi okuyacağım şiirde de Rus şair Vladimir Mayakovski güneşle bir diyaloğa giriyor. Konuşmak için güneşi, odasına inmeye davet, aynı zamanda da tahrik ediyor; güneş de bu daveti kabul ederek odaya geliyor…”
Bu sırada, şiirden birkaç dize okudum. Kadınların bazıları dikkatle takip ediyor, bazıları ise sessizce dinliyordu. Tek başına oturan güzel yüzlü, uzun boylu ve zayıf bir genç kadın ise tek istisnaydı; gözlerinde yaşlarla kendi dünyasına gömülmüştü. Ona bakıp Mayakovski’den bu kadar etkilenmiş olamayacağını düşündüm. Herhalde başka bir sebebi vardı, bir anda değişen bütün bu ortam da kadının hislerini harekete geçirmiş olmalıydı.
Ben konuşurken, dinleyicilerimin ısrarla beni inceleyen bakışlarını üzerimde hissediyordum. Bir konuşmacıya değil, bir erkeğe bakıyorlardı. Stavros, hamileliğinin sonuna yaklaşan karımın bize eşlik etmemesinin daha iyi olacağını söylemekte haklıymış. Kendisi de, Anna da kadın cezaevine gelen konuşmacılara ilk kez eşlik etmiyordu. Fakat konuşmanın konusu ilk kez edebiyattı, tutuklu kadınların tepkilerini görmek istiyorlardı. Kimi, derin dekoltelerinden göğüslerini açığa çıkaracak şekilde öne eğiliyor; kimi, çıplak bacaklarını mümkün olduğunca ortaya sermek amacıyla hareket ediyor, sık sık pozisyon değiştiriyordu. Onların duruş ve davranışlarının, düşüncelerini hatta belki içlerinde besledikleri hayalleri ele verdiğini düşünüyordum.
Bir ara genç güzel kadınlardan biri söz istedi:
“Acaba şair LSD ya da benzer bir uyuşturucu mu kullanıyormuş?” diye sordu.
Şairin uyuşturucu kullanıp kullanmadığını, o dönemde, yirminci yüzyılın başlarında bu tarz uyuşturucuların olup olmadığını bilmediğimi itiraf ettim. Eğitimli olduğu belli, yaşça biraz daha büyük başka bir kadın da, o dönemde bu tarz bir uyuşturucunun olmadığını söyledi. Bunun üzerine ilk kadın buna katıldığını, büyük ihtimalle bu tarz uyuşturucuların olmadığını ama şairin aynı etkiye yol açacak başka bir formül bulmuş olması gerektiğini, kendisinin de belli bir dozda -rakamı da belirtmişti- LSD’den sonra, şiirde tasvir edilen deneyimin aynısını yaşadığını söyledi. Güneş, pırıl pırıl bir genç adam görünümünde, onun da odasına girmişti.
Devamında diğer kadınlardan bazıları söz alarak kendilerinin güneşle buluşma deneyimlerini anlatmaya başladı. Tüm bu olanlar, bir konuşmacı olarak benim işimi çok daha kolaylaştırmanın yanı sıra ilginç bir hâle de getirdi. Öğreteceğime, öğretiliyordum…
Anna tartışmayı sosyolog gözünden profesyonel bir merakla izliyor, elinde tuttuğu günlüğüne bir şeyler not alıyordu.
Birdenbire salona ışık doldu. Güneş cezaevinin iç avlusuna bakan, ardına kadar açık pencerede beliriverdi, bizim salonumuza da ışıl ışıl giriyordu.
“İşte güneş!” dedim “Bizim odamıza da girdi”.
Kadınların kimi gülümsedi, kimi sessizce baktı. Sohbetimiz başka şiirlerin de okunması ve tartışılmasıyla devam etti.
Öngörülenin biraz üzerinde, yaklaşık iki saat kadar süren toplantımız sanırım iyi geçmişti. Hepsi oradaydı, gözleri yaşlı kadın hariç, konuşmanın bir bölümünde ayağa kalkıp neredeyse ağlayarak salondan çıktı. Onu fark ettiysem de önemsemedim. Zaten ne yapabilirdim ki? Herkes kalmakta veya gitmekte özgürdü.
Fakat gözü yaşlı, o genç ve güzel kadın, sonrasında olanlarla, bu girişimin yaratacağı her türlü başarı duygusunu yok etti; çünkü biz oradan ayrılırken, girdiğimiz demir kapının tam yanında ahşap bir sandalyede oturuyordu, iki kadın gardiyanın arasında ta kendisi. İki bileği kalın gazlı bezlerle sarılıydı. Kan gazlı bezlerle birlikte ince elbisesini de boyamıştı.
“Biraz önce damarlarını kesti,” dedi iki gardiyandan biri.
“İntihar teşebbüsü,” diye ekledi diğeri. “Neyse ki yetiştik, şimdi ambulans bekliyoruz.”
Arkamızdan metalik bir gürültüyle kapanan demir kapıdan çıktık.
Güneş, cezaevinin yüksek duvarlarının arkasına saklanmıştı.

Yorgos Moleskis (Γιώργος Μολέσκης) 1946’da Lisi köyünde dünyaya geldi. Moskova Lomonosof Üniversitesi Rus Filolojisi’nde lisansüstü eğitimini tamamladıktan sonra edebiyat doktorası yaptı. Kıbrıs Eğitim ve Kültür Bakanlığı’nda ve Kıbrıs Senfoni Orkestrası Vakfı’nda çalıştı. Çeşitli kültür derneklerine ve kurullarına üye olmanın yanı sıra 2013-2017 yılları arasında Kıbrıs Edebiyatçılar Birliği başkanlığı görevini yürüttü.
1967 yılından günümüze yayımlanan eserleri, on iki şiir kitabı ve bir öykü kitabıdır. Yazarın ayrıca beş adet şiir kitabı çevirisi vardır. Şiir kitaplarından dokuzu tercüme edilerek Fransa, İtalya, Sırbistan, Romanya, Bulgaristan ve Arnavutluk’ta yayımlandı.
Eserleri Kıbrıs Devlet Mansiyonu, Devlet Şiir Ödülü, Rus Yazarlar Birliği, Puşkin Ödülü’ne layık görüldü.

ΟΤΑΝ Ο ΗΛΙΟΣ ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

«Καλύτερα να μην έρθει μαζί μας η γυναίκα σας, είναι νέα, είναι και έγκυος, δεν ξέρεις τι συναισθήματα μπορεί να προκαλέσει στις φυλακισμένες» είπε ο Σταύρος. Εργαζόταν στο υπουργείο Πολιτισμού και ήταν υπεύθυνος του προγράμματος «Ελεύθερο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο», που λειτουργούσε τότε και κάλυπτε όλη την Ελλάδα και την Κύπρο. Αν και είχα δεχτεί την πρόσκληση με κάποιες επιφυλάξεις και αυτό που επικράτησε τελικά στην αποδοχή της ήταν το στοιχείο της πρόκλησης που εμπεριείχε, η τοποθέτηση αυτή έδινε μια άλλη διάσταση στο όλο εγχείρημα. Το κατάλαβε και η γυναίκα μου, χωρίς άλλες εξηγήσεις. Θα έμενε στο ξενοδοχείο μέχρι να γυρίσω.
Το φθινόπωρο μόλις είχε ξεκινήσει και οι μέρες ήταν ακόμη μεγάλες και ζεστές. Μαζί με τον Σταύρο, ο οποίος ήταν και ο οδηγός του αυτοκινήτου, και την Άννα, μια συνεργάτιδά του κοινωνιολόγο, ξεκινήσαμε λίγο μετά το μεσημέρι από το ξενοδοχείο που μέναμε στο κέντρο της Αθήνας. Διασχίσαμε την πόλη και κατευθυνθήκαμε προς τις φυλακές. Αφήσαμε το αυτοκίνητο σ’ έναν χώρο στάθμευσης έξω από τη γυναικεία πτέρυγα και προχωρήσαμε προς μια βαριά σιδερένια πόρτα, η οποία άνοιξε αμέσως και έκλεισε πίσω μας μόλις μπήκαμε μέσα. Μας υποδέχτηκαν δυο γυναίκες αξιωματικοί, οι οποίες φάνηκε πως γνωρίζονταν με τους συνοδούς μου. Προχωρήσαμε μέσα από έναν διάδρομο με πολλές κλειστές πόρτες στη δεξιά του πλευρά και μεγάλα παράθυρα, που έβλεπαν σε μια ανοιχτή αυλή, στην άλλη, προς την αίθουσα ψυχαγωγίας, όπως λεγόταν. Εκεί βρίσκονταν κιόλας μαζεμένες αρκετές γυναίκες, ενώ άλλες έρχονταν κι έπαιρναν θέση στα χαμηλά και χωρίς πλάτη καθίσματα που ήταν τοποθετημένα ακανόνιστα μέσα στην αίθουσα. Τελικά μαζεύτηκαν καμιά σαρανταριά, μπορεί και περισσότερες. Αυτές θα ήταν το ακροατήριό μου κι εγώ θα τους μιλούσα για ποίηση.
Μαζί με τον Σταύρο και την Άννα πήραμε τη θέση μας μπροστά από ένα τετράγωνο τραπέζι, γύρω από το οποίο υπήρχαν τρεις κανονικές ξύλινες καρέκλες. Στην πλευρά της αίθουσας που βρισκόταν στα αριστερά μας υπήρχε ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στην ίδια εσωτερική αυλή, η οποία φαινόταν από τον διάδρομο. Από εκείνο το παράθυρο έμπαινε το φως που φώτιζε την αίθουσα. Στην αυλή κυκλοφορούσαν μερικές γυναίκες, αυτές που δεν θέλησαν να έρθουν στη συνάντηση, αφού η συμμετοχή ήταν εθελοντική.
Πριν αρχίσω την ομιλία μου, για την οποία είχα αποφασίσει να μην χρησιμοποιήσω γραπτό κείμενο, κοίταξα ξανά το ακροατήριο: ήταν όλες γυναίκες, διαφορετικής ηλικίας και εμφάνισης, κάποιες ήταν επιδεικτικά ατημέλητες και απεριποίητες και κάποιες άλλες ήταν εντελώς το αντίθετο, βαμμένες και περιποιημένες, με φροντισμένη ενδυμασία. Ανάμεσά τους ήταν και κάποιες πολύ όμορφες, πράγμα που ένας άντρας δεν μπορούσε να αφήσει να περάσει απαρατήρητο. Υπήρχαν και μερικές που εμφανίστηκαν, σε διαφορετικό βαθμό η καθεμία, με υπερβολικά ανοιχτά ντεκολτέ είτε υπερβολικά κοντές φούστες και κάθισαν με τρόπο ώστε να προκαλέσουν και να τραβήξουν τα βλέμματά μας. Τουλάχιστον εμάς, των δύο ανδρών, που βρισκόμασταν στην αίθουσα. Όπως με είχαν ενημερώσει οι συνοδοί μου καθώς κατευθυνόμασταν προς τις φυλακές, οι πιο πολλές γυναίκες βρίσκονταν εκεί για ναρκωτικά, κάποιες για ερωτικές ιστορίες και εγκλήματα πάθους, ακόμη και για φόνους. Η όλη σκηνή είχε κάτι το θεατρικό κι εμείς παίζαμε έναν ρόλο. Ταυτόχρονα όμως ήμασταν και θεατές, που παρακολουθούσαν τον παρδαλό και εν μέρει απρόβλεπτο αυτό θίασο.
Ο Σταύρος με παρουσίασε στο ακροατήριο, με λίγα βιογραφικά σε συντομία και χωρίς υπερβολές, όπως είχαμε συνεννοηθεί, και μπήκα κατευθείαν στο θέμα. Μιλούσα έχοντας μπροστά μου πάνω στο τραπέζι κάποιες σημειώσεις και μερικά φύλλα με ποιήματα, τα οποία ήθελα να διαβάσω:
«Η ποίηση προσεγγίζει, μελετά και γνωρίζει τον κόσμο μ’ έναν δικό της τρόπο. Τον προσεγγίζει μέσα από λέξεις και εικόνες συγκινησιακά φορτισμένες, που συχνά κρύβουν μέσα τους τα στοιχεία του ξαφνικού και του παράδοξου, ή που αποκαλύπτουν πολλές φορές διάφορα επάλληλα στρώματα νοημάτων. Είναι τα νοήματα που ταυτίστηκαν και ενσωματώθηκαν μέσα στις λέξεις στους αιώνες της χρήσης τους από ανθρώπους διαφορετικών ιστορικών περιόδων και κοινωνικών πραγματικοτήτων…. Η ποίηση είναι μια άλλη ματιά στον κόσμο. Μέσα από το ξαφνικό και το παράδοξο ανοίγει κάποιες διόδους για να γνωρίσουμε άλλες πλευρές της ζωής μας… Να, στο ποίημα που θα σας διαβάσω τώρα, ο ρώσος ποιητής Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι μπαίνει σ’ έναν διάλογο με τον ήλιο. Τον προσκαλεί και τον προκαλεί συνάμα να κατεβεί στο δωμάτιό του να μιλήσουν, και ο ήλιος δέχεται την πρόκληση και κατεβαίνει…»
Στο σημείο αυτό διάβασα κάποιους στίχους από το ποίημα. Μερικές γυναίκες παρακολουθούσαν με προσοχή, άλλες άκουγαν σιωπηλά. Εξαίρεση αποτελούσε μια νέα, ψηλή και λεπτή γυναίκα με ωραίο πρόσωπο, που καθόταν μόνη, βυθισμένη στον εαυτό της, και δάκρυζε. Την κοίταζα και σκεφτόμουν πως δεν ήταν δυνατό να τη συγκίνησε τόσο πολύ ο Μαγιακόφσκι. Μάλλον κάτι άλλο θα την απασχολούσε, και το όλο κλίμα που είχε διαμορφωθεί την έκανε να το νιώθει πιο έντονα.
Ενώ μιλούσα, ένιωθα τα βλέμματα των ακροατριών μου να με εξερευνούν επίμονα. Δεν κοίταζαν έναν ομιλητή, αλλά έναν άντρα. Σίγουρα είχε δίκιο ο Σταύρος όταν μου είπε πως καλύτερα να μην μας συνόδευε η γυναίκα μου, στην κατάσταση της προχωρημένης εγκυμοσύνης που βρισκόταν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τόσο ο ίδιος όσο και η Άννα συνόδευαν ομιλητές στις γυναικείες φυλακές. Ήταν ωστόσο η πρώτη φορά που το θέμα της ομιλίας αφορούσε τη λογοτεχνία, και ήταν περίεργοι να δουν τις αντιδράσεις των φυλακισμένων γυναικών. Μερικές έσκυβαν μπροστά, έτσι που τα στήθη τους να προβάλλονται μέσα από το βαθύ ντεκολτέ τους, άλλες μετακινούνταν ή άλλαζαν τη στάση που κάθονταν, αποκαλύπτοντας όσο περισσότερο μπορούσαν τα γυμνά τους πόδια. Σκεφτόμουν πως η στάση και η συμπεριφορά τους πρόδιδε τις σκέψεις, ίσως και τις φαντασιώσεις που έτρεφαν μέσα τους.
Κάποια στιγμή, μία από τις όμορφες νεαρές γυναίκες ζήτησε τον λόγο:
«Μήπως ο ποιητής έπαιρνε κάποιο ναρκωτικό, κάτι σαν LSD;» ρώτησε.
Ομολόγησα πως δεν γνώριζα αν ο ποιητής έπαιρνε ναρκωτικά και αν την εποχή εκείνη, αρχές του 20ού αιώνα, υπήρχε τέτοιο ναρκωτικό. Μια άλλη γυναίκα, κάπως μεγαλύτερης ηλικίας, που φαινόταν να διαθέτει κάποια μόρφωση, είπε πως την εποχή εκείνη δεν υπήρχε αυτό το ναρκωτικό. Τότε η πρώτη παρατήρησε πως ναι, πιθανόν να μην υπήρχε, αλλά ο ποιητής θα πρέπει να είχε βρει κάποια δική του φόρμουλα, που έδινε το ίδιο αποτέλεσμα, αφού και αυτή, ύστερα από κάποια δόση LSD, είχε αναφέρει και κάποιους αριθμούς, δοκίμασε ακριβώς την ίδια εμπειρία που περιγράφεται στο ποίημα. Την είχε επισκεφτεί ο ήλιος, με τη μορφή ολόλαμπρου νέου, στο δωμάτιό της.
Στη συνέχεια κάποιες άλλες γυναίκες πήραν τον λόγο και άρχισαν να περιγράφουν τις δικές τους εμπειρίες από τις συναντήσεις τους με τον ήλιο. Όλα αυτά έκαναν τη δική μου δουλειά ως ομιλητή πολύ πιο εύκολη, αλλά και ενδιαφέρουσα. Αντί να διδάξω, διδασκόμουν ο ίδιος…
Η Άννα, ως κοινωνιολόγος, παρακολουθούσε με επαγγελματικό ενδιαφέρον τη συζήτηση και σημείωνε κάτι στο ημερολόγιο που κρατούσε.
Ξαφνικά η αίθουσα γέμισε φως. Στο πλατύ ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στην εσωτερική αυλή των φυλακών εμφανίστηκε ο ήλιος, ο οποίος έμπαινε ολόλαμπρος και στη δική μας αίθουσα.
«Να και ο ήλιος» είπα», «μπήκε και στο δικό μας δωμάτιο».
Κάποιες χαμογέλασαν, άλλες κοίταζαν σιωπηλές, και η κουβέντα μας συνεχίστηκε με την ανάγνωση και τον σχολιασμό άλλων ποιημάτων.
Η συνάντησή μας κράτησε δύο σχεδόν ώρες, λίγο περισσότερο απ’ όσο προβλεπόταν, και μάλλον πήγε καλά. Ήταν όλες οι γυναίκες εκεί, εκτός από τη νέα εκείνη που δάκρυζε και η οποία, σε κάποιο στάδιο της ομιλίας, σηκώθηκε και σχεδόν κλαίγοντας βγήκε από τη αίθουσα. Την είδα, αλλά δεν έδωσα σημασία. Εξάλλου, τι μπορούσα να κάνω; Όλες ήταν ελεύθερες να μείνουν ή να φύγουν.
Κι όμως, εκείνη η νέα και όμορφη γυναίκα με τα δακρυσμένα μάτια ήταν που ακύρωσε, με ό,τι ακολούθησε, κάθε αίσθηση επιτυχίας αυτής της προσπάθειας. Γιατί, φεύγοντας, δίπλα ακριβώς από τη βαριά σιδερένια πόρτα απ’ όπου είχαμε μπει, καθόταν πάνω σε μια ξύλινη καρέκλα, φρουρούμενη από δύο γυναίκες δεσμοφύλακες, η ίδια εκείνη γυναίκα. Είχε τα δυο της χέρια τυλιγμένα με χοντρές γάζες γύρω από τους καρπούς. Το αίμα είχε βάψει τις γάζες και το ελαφρύ της φόρεμα.
«Έκοψε τις φλέβες της πριν από λίγο» είπε μία από τις γυναίκες δεσμοφύλακες.
«Απόπειρα αυτοκτονίας» πρόσθεσε ή άλλη, «ευτυχώς την προλάβαμε, περιμένουμε το νοσοκομειακό να την πάρει».
Βγήκαμε από τη σιδερένια πόρτα που έκλεισε πίσω μας με μεταλλικό θόρυβο.
Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τους ψηλούς τοίχους της φυλακής.

Ο Γιώργος Μολέσκης γεννήθηκε το 1946 στο χωριό Λύση. Φοίτησε στο Αγγλικό Κολλέγιο Λευκωσίας και στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας, από το οποίο απέχτησε πτυχίο (Μ.Α.) στη ρωσική φιλολογία και διδακτορικό δίπλωμα (Ph.D.) στη λογοτεχνία.
Εργάστηκε στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου και διετέλεσε Εκτελεστικός Σύμβουλος/διευθυντής του Ιδρύματος Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου. Διετέλεσε, επίσης, μέλος συμβουλίων και πρόεδρος σε διάφορα πολιτιστικά σωματεία και επιτροπές. Από το 2013 μέχρι το 2017 ήταν πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.
Έχει τιμηθεί με Κρατικό Έπαινο και Κρατικό Βραβείο Ποίησης στην Κύπρο, καθώς και με το Μετάλλιο Πούσκιν, της Ένωσης Ρώσων Συγγραφέων. Είναι, επίσης, επίτιμο μέλος της Κρατικής Ακαδημίας Σλαβικού Πολιτισμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας,
Από το 1967 μέχρι σήμερα εξέδωσε δώδεκα ποιητικές συλλογές, δυο συγκεντρωτικούς τόμους ποιημάτων, μια συλλογή διηγημάτων και πέντε βιβλία με μεταφράσεις ποίησης. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται: Μεγάλο που ήταν το φεγγάρι, ποιήματα, Κύπρος 1980, Περαστική άνοιξη, ποιήματα, Κύπρος 1984, Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, Σύννεφο με παντελόνια. Εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια, Εκδόσεις Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1995, Το νερό της μνήμης, Κύπρος 1998, Από το ελάχιστο, Λευκωσία 2001, Ρώσοι ποιητές του εικοστού αιώνα, Εκδόσεις Μεσόγειος (Πανεπιστήμιο Κύπρου και Ελληνικά Γράμματα), Αθήνα 2004, Αναμονή βροχής, ποιήματα, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2008, Σύγχρονοι Τουρκοκύπριοι ποιητές. Απόπειρα επικοινωνίας, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2010, Το ημιτελές ποίημα, ποιήματα, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2014, Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο, διηγήματα, Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 2017.
Εννέα ποιητικές του συλλογές μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν σε ξεχωριστά βιβλία στη Γαλλία, Ιταλία, Σερβία, Ρουμανία, Βουλγαρία και Αλβανία.

Nikiforou, Tolis – Salihli’yi Hiç Görmedim

Yeni e edebiyat dergisi, S.18 s.2

SALİHLİ’Yİ HİÇ GÖRMEDİM

babam orada doğdu
dedem orada can verdi
oysa ben
Salihli’yi hiç görmedim

istasyonda ıslık çalarken trenler
sesleri ve gizemli dilleri
işitmedim
asırlık uğultusunu ağaçların
şafak çizgilerinde
otlar antik taş yolu nemlendirirken

rengârenk elbiseli kızlara
bakmadım
sevdalanmadım
gurup vakti puslanan mahalleye
gökyüzündeki bir ak sürüye
solup giderken engin maviye

Salihli’yi hiç görmedim
ne gittim, ne vedalaştım
hayatımda soluğunu içime hiç çekmedim
ama içimde derinlerde sarhoş edici bir bayram havasındaydı ruhlar
tüm ırak ezgiler
ve ışıklar

Tolis Nikiforou
Gizemli alfabe – 2010

Yunanca aslından Türkçeye çeviren: Lale Alatlı

Tolis Nikiforou (Τόλης Νικηφόρου), Salihli (Türkiye) ve Süzebolu’dan (Bulgaristan) gelen mülteci bir ailenin oğlu olarak 1938 yılında Selanik’te dünyaya geldi. Bugüne kadar yirmisi şiir ve on beşi düzyazı olmak üzere otuz beş kitabı (roman, öykü, masal) yayımlandı. Şiirleri dokuz dile çevrildi, birçok Yunanca ve yabancı dilde antolojilerde yer aldı. Ayrıca eserleri Yunanistan ve Kıbrıs’ta orta dereceli okul müfredatına dâhil edildi. Eserleri çeşitli edebiyat ödüllerine layık görüldü. Ayrıca dilbilimci ve yönetmen Fotis Simeonidis’in, sanatçının yaşam öyküsünü konu alan “Seni seviyorum. Sansürlendi” adlı belgesel filmi, 2015 yılında Uluslararası Selanik Film Festivali’nde, daha sonra da Yunan Devlet Televizyonu’nda gösterildi.

 

ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΣΑ ΠΟΤΕ ΤΟ ΣΑΛΙΧΛΙ

εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου
εκεί ξεψύχησε ο πάππους μου
όμως εγώ
δεν γνώρισα ποτέ το Σαλίχλι

τα τρένα όταν σφυρίζουν στον σταθμό
φωνές και γλώσσες μυστικές
δεν άκουσα
το αιωνόβιο επιφώνημα των δέντρων
από τις χαραμάδες της αυγής
τα χόρτα όταν νοτίζουν το αρχαίο λιθόστρωτο

κορίτσια με πολύχρωμα φορέματα
δεν είδα
δεν αγάπησα
τη γειτονιά ν’ αχνίζει μες στο σύθαμπο
ένα λευκό κοπάδι τ’ ουρανού
το απέραντο γαλάζιο να ξεφτίζει

δεν γνώρισα ποτέ το Σαλίχλι
δεν πήγα και δεν έφυγα
ποτέ μου δεν ανάσανα το χνώτο του
γιόρταζαν όμως μέσα μου μεθυστικά οι ψυχές
όλες οι μακρινές του μουσικές
τα φώτα

Τόλης Νικιφόρου
Το μυστικό αλφάβητο – 2010

Γιος προσφύγων από το Σαλιχλί της Τουρκίας και τη Σωζόπολη της Βουλγαρίας, ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1938. Ως τώρα έχουν εκδοθεί 35 βιβλία μου, 20 ποιητικά και 15 πεζογραφίας (μυθιστορήματα, διηγήματα, παραμύθια). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε 9 ευρωπαϊκές γλώσσες και έχουν περιληφθεί σε πολλές ελληνικές και ξένες ανθολογίες, καθώς και στα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας της μέσης εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο. Για το παραμύθι του, Σοτοσαπόλ ο χρυσοθήρας του απονεμήθηκε το βραβείο μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς το 1989 και για τη συλλογή διηγημάτων του, Ο δρόμος για την Ουρανούπολη, το κρατικό βραβείο διηγήματος το 2009. Ο φιλόλογος και σκηνοθέτης Φώτης Συμεωνίδης γύρισε ένα ντοκιμαντέρ 58΄ λεπτών με τίτλο «Σ’ αγαπώ-Ελογοκρίθη, Η αλήθεια του ποιητή Τόλη Νικηφόρου» που προβλήθηκε με επιτυχία στο 17ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2015, σε διάφορα άλλα φεστιβάλ, σε αίθουσες βιβλιοθηκών και  από την ΕΡΤ3.

Alatli, Lale – iki kadın arasında

Yeni e edebiyat dergisi, S.17 s.55

iki kadın arasında

Fazla üstelemeden ayrıldık,
ne o kal dedi
ne de ben gidiyorum
unutmak için kadınımı
başka birini buldum
ondan gizlice,
oysa o soluğumdaydı hâlâ, derinlerde.
Öpüşlerini arıyordum
ama daha fazla kalamazdım,
zor, tuhaf, baskıcı, saldırgan, sinirli, tehlikeli olmuştu…

Yenisi ise tamamen farklıydı
yumuşak, şefkatli ve munis,
sevgiyle sarılırken
içtendi sözleri,
kendimi güvende hissediyordum ilk kez,
beni özgür bırakması gerektiğini biliyordu
her zaman kendisine döneyim diye.

Eskisi hâlâ peşimde,
geceleri rüyalarımı işgal ediyor!
Yenisi boş ver diyor,
artık biz beraber olduğumuza
hayatımızı kurduğumuza göre.
Öyle hissediyorum ben de,
ama yine de aklımdan silemiyorum onu,
ne de yüreğimden.

Hayatı bir uçurum
artık başkalarının kucağında,
fena bulaştı kara güçler,
şiddet dolu parmaklar okşarken onu,
kaba davranıp
incitiyorlar,
izin vermiyorlar içip eğlenmesine
şarkı söyleyip dans etmesine,
çimentodan bedeni
ne güneşi ne gökyüzünü görüyor artık.
Milyonlarca karınca yürüyor üzerinde,
orada, bir zamanlar İo’nun yürüdüğü yollarda
geçmişi hatıralara hapis,
sadece ölmediği için yaşıyor.

Üzülüyorum ona
en güzel yıllarım geçti
Zeus’un aşkı gibi.
Şimdi yanında olmak istemem ama,
bilsem iyi olduğunu yeter, uzaktan da olsa.
Özlüyor mudur beni acaba?

Gece yarıları
ellerimi uzatıyorum onu kurtarmak için
yetişmiyor,
bugün ise nihayet havaya kaldırıp ellerimi
bana ait olmayan ellere teslim ederken onu.
Sözcüklerimi yutup son kalanları üflüyorum:
“Elveda İstanbul,
Artık Selanik’leyim!”

Lale Alatlı

Manta Lazarou, Evfrosini – Akdeniz Kadını

Yeni e edebiyat dergisi, S.17 s.2

Akdeniz Kadını

Hakkım yok mu güneşi selamlamaya
güzel havada astığım çamaşırlarla
iyilik teknelerinde yıkanmış,
tertemiz ve mis kokulu?
Yetiştirdiğim çiçeklerle
saksıdaki kokulu bitkilerle sizleri buyur etmeye?
Nihayetinde ben de Akdeniz kadınıyım.
Νasıl oluyor da ışığı selamlayabiliyorum
kıvılcımlar ve patlamalar arasından,
boncuklardan bir ölüm oyunundaymışçasına
tek tek basıyorum o boncuklara
yok ederek kayıpları, saatli bombaları;
tuzakları, yanılgıları;
nihayetinde çıplak kalacak
sorumluluğumdaki bölgenin toprağı.
Tam yaklaştığımı sandığımda ise,
ertesi gece rüyama akın eden kum fırtınalarıyla
beyaz tuzdan bir alanın kuruduğunu görüyorum;
yoğunlaştığı yerlerde tuz, korkularımın kütlelerine
sevdiklerimin siluetlerini yansıtıyor.
Cesaretim beni dehşete düşürdü.
Tarım konusundaki yanılgılarım da;
çöl ekilmez,
hele tuz ise asla.

Evfrosini Manta-Lazarou
Mayın temizleyen kadın (2014)

Yunanca aslından çeviri: Lale Alatlı

Kıbrıs’ta doğan Evfrosini Manta Lazarou (Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου), Atina Üniversitesi, Felsefe Fakültesi’nde Yunan Filolojisi okudu. Orta dereceli eğitim kurumlarında çalıştı. Daha sonra Yunanistan Milli Eğitim Bakanlığı için eğitim psikolojisi ve pedagojik malzeme hazırlama alanında hizmet verdi. “Gündüz Dokumacı, Gece Çıplak Kadınlar” (şiirler 2002), “… aşka mı ölüme mi gideceğiz,” (şiirler 2005), “Ariadni olmadan” (roman 2006), “Dostum, ben senin gibi değilim, bir tekçocuğun mektubu” (2006), “İçlik” (şiirler 2011), Nuh Kentte Gezerken (şiirler 2012), Mayın Temizleyicisi Kadın (şiirler 2014) adlı eserleri yayınlandı. “Nuh Kentte Gezerken” adlı eseri Devlet Şiir Ödülü’ne layık görüldü.

Γυναίκα της Μεσογείου

Δεν είμαι άξια να χαιρετώ τον ήλιο
με ρούχα που απλώνω στον καλό καιρό
καθαρά και μυρωδάτα,
πλυμένα σε σκάφη πλυντηρίου καλού;
Ή να σας υποδέχομαι με τα λουλούδια που καλλιεργώ
και τα μυριστικά της γλάστρας;
Επιτέλους γυναίκα είμαι κι εγώ της Μεσογείου.
Και πώς συμβαίνει να χαιρετώ το φως
μέσα από λάμψεις και κρότους
σαν παιχνίδι με χάντρες θανάτου
μια μια τις πατώ εξαντλώντας
απώλειες, ωρολογιακές βόμβες·
παγιδεύσεις, πλάνες·
στο τέλος γυμνός τόπος θα μείνει
το πεδίον στη ζώνη ευθύνης μου.
Κι όταν νομίζω κοντά είμαι,
το άλλο βράδυ ονειρεύομαι αμμοθύελλες
στεγνώνει ένα τοπίο από λευκό αλάτι·
κι όπου πυκνώνει πήζει τους όγκους των φόβων μου
σε φιγούρες ανθρώπων δικών μου.
Με έχει τρομάξει το θάρρος μου.
Κι οι πλάνες μου στη γεωπονική·
δε φυτεύεται η έρημος,
πόσο μάλλον το αλάτι.

Ναρκοσυλλέκτρια (2014)

Καραπασάογλου, Χαλίλ – Τα ίχνη του Ταξιδιού

λογοτεχνικό περιοδικό Ένεκεν τ.46 σ.193 Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2017

Τα ίχνη του Ταξιδιού*

μιας γυναίκας που δειπνεί
η σεμνότητα είναι που ομορφαίνει το φαγοπότι
με έναν δυτικό ταξιδιώτη
κομψή, καλότροπη και καλλιεργημένη
το καθωσπρέπει του να είναι “englishwoman”

η φιλοξενία μας γενναιόδωρη
επιτάσσει να δεχτούμε
από Ανατολή μέχρι Δύση όλα τα έθνη
στο τραπέζι

ο πολιτισμός σαν να πίνει όλη την ομορφιά της δύναμης
με την περηφάνια να φιλοξενούμε τους πολιτισμούς Σε αυτό το νησί
κολλάει στη γλώσσα μας η μεγαλύτερη προδοσία
η κάθε εισβολή μετατρέπεται σε τιμή
στα γραπτά που δημιουργούμε μετά από χρόνια

*βιβλίο του Alexander William Kinglake

Μετάφραση: Lale Alatlı
Επιμέλεια: Αθηνά Κατσίβελη

Ο Halil Karapaşaoğlu (Χαλίλ Καραπασάογλου) γεννήθηκε το 1985 στον Ψυλλάτο (Κύπρος). Τον Ιούλη του 2008 πήγε στην Αγγλία, όπου εργάστηκε ως σερβιτόρος, βοηθός κουζίνας, βοηθός χασάπη, πωλητής, οικοδόμος, σεφ και λογιστής. Κυκλοφόρησε μαζί με φίλους του το περιοδικό Çirkef. Ενώ υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, εξέδωσε το περιοδικό Lokmacı. Από το 2013 γράφε στο λογοτεχνικό περιοδικό KerPiç. Έχει δημοσιεύσει ποίηση, δοκίμια, διηγήματα και πολιτικά άρθρα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες στην Κύπρο.
Το 2011 ενώ ήταν στρατιώτης, φυλακίστηκε για 10 μέρες εξαιτίας ενός άρθρου που δημοσίευσε. Το 2013 ανακοίνωσε δημόσια ότι είναι αντιρρησίας συνείδησης. Την ίδια χρονιά κυκλοόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή Love with Hot Pepper. Είναι ο ιδιοκτήτης του 1984 Bar στη Λευκωσία.

Yolculuğun İzleri*

batılı bir yolcuyla
akşam yemeği yiyen kadının
utangaçlığıdır ziyafeti iştahlandıran
zarif, görgülü ve eğitimlidir
“englishwoman” olmasının gereğidir

cömert konukseverliğimiz
doğudan batıya bütün uluslara
boynumuzu büker
yemek masasında

gücün güzelliğini içercesine medeniyet
dilimize sarmalanır en büyük ihanet
uygarlıklara ev sahipliği yapmanın gururuyla bu ada da
her işgal bir onura dönüşür
yıllar sonra yazdığımız yazılarda

*Alexander William Kinglake’in kitabı

Halil Karapaşaoğlu, 1985’te İpsillat’ta doğdu. 2008 yılında, Doğu Akdeniz Üniversitesi, İngiliz Dili Edebiyatı ve İnsani Bilimler Fakültesi’nden mezun oldu. 2008 yılının Temmuz ayında İngiltere’ye gitti. Kısa bir dönem Oxford’da kaldıktan sonra işsizlikten dolayı Londra’ya geçti. 2010’un sonlarına doğru Kıbrıs’a geri döndü. Garson, bulaşıkçı, kasap yamağı, tezgâhtar, inşaat işçisi ve aşçı olarak çalıştı.
Üniversite yıllarında, arkadaşlarıyla Çirkef, askerde Lokmacı dergilerini çıkarttı. 2013’te yayınlanmaya başlayan KerPiç edebiyat dergisinin editörlerinden biridir. Şiirleri, öyküleri, denemeleri Kıbrıs’ta çeşitli gazete ve dergilerde yayınlanmıştır. 2011’de askerdeyken yazdığı bir yazıdan dolayı, 10 gün Hamitmandrez Askeri Cezaevi’nde hapis yattı. “acı biberli aşk” ilk şiir kitabıdır.

Eneken: Savaşa karşı şiir

14/02/2018 – Eneken Kültür Merkezi’nde gazeteci Ragıp Duran ve Sosyal Antropoloji Profesörü Neşe Özgen’in Afrin üzerine yaptıkları etkileyici konuşmalardan sonra, Eneken dostları ve çalışma ortakları müzik eşliğinde, Lale Alatlı’nın kendi yazdığı iki şiiri ve yine kendisinin çevirilerini yaptığı çeşitli şiirleri okudular. Okumaya devam et Eneken: Savaşa karşı şiir

Σεζέρ, Σεννούρ – Η δήλωσή μου

λογοτεχνικό περιοδικό Ένεκεν τ.46 σ.193 Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2017

Η δήλωσή μου

Έγγαμη
Τέκνα δύο
Ποιήτρια
Διορθώνω
Τέκνα
Tου κόσμου όλα τα παιδιά

Ανήσυχη, ναι!
Να μη φοβούνται
Το χτύπημα στην πόρτα
Τα παιδιά μου θέλω

Νομοταγής, ναι!
Μα να σέβονται
Κι οι νόμοι
Τον άνθρωπο θέλω

Ποιήτρια, ναι!
Δικά μου
Του κόσμου
Όλα τα παιδιά

Όχι στον φόβο του ανθρώπου για άνθρωπο
Να, για αυτό
Είναι όλα που γράφω
Και υπογράφω

Όλα τα ποιήματα της: Αντίσταση, Manos Kitap, σελ. 219, 1η έκδοση Οκτώβριο 2017

Μετάφραση από τα τουρκικά: Lale Alatlı
Επιμέλεια: Αθηνά Κατσίβελη

Σεννούρ Σεζέρ (Sennur Sezer) 12 Ιουνίου 1943 – 7 Οκτωβρίου 2015: Τουρκάλα ποιήτρια, σεναριογράφος ντοκιμαντέρ. Το πρώτο της ποίημα δημοσιεύθηκε το 1958 και το πρώτο της βιβλίο το 1964. Έχει εκδώσει πολλά έργα στην τουρκική λογοτεχνία: ποιήματα, δοκίμια, αφηγήματα, μελέτες, σενάρια ταινιών. Η Σεννούρ Σεζέρ συμμετείχε σε επιτροπές επιλογής κειμένων για διάφορες ανθολογίες και εγκυκλοπαίδειες. Ήταν από τους ιδρυτές του τουρκικού Εργατικού Κόμματος και υποστήριξε διάφορες δράσεις και απεργίες σχετικά με τα δικαιώματα εργατών και γυναικών.

 

İfademdir

Evliyim
İki çocukluyum
Ozanım
Düzeltirim
Çocuklarımdır
Bütün çocukları dünyanın

Evet kaygılıyım
Çocuklarım için
Korkmasınlar isterim
Çalınışından kapının

Saygılıyım kurallara
Bu yüzden kurallar
Saygılı olsun isterim
İnsana

Evet ozanım
Çocuklarımdır
Bütün çocukları
Dünyanın
…….
İnsanın insandan korkmasına karşıyım
İşte bunun içindir
Bütün yazıp
Altına imza attıklarım

Sennur Sezer 12 Haziran 1943’te Eskişehir’de dünyaya geldi. İlk şiiri 1958’de lise öğrencisiyken yayımlandı. 1959’da İstanbul Kız Lisesi’nin ikinci sınıfından ayrılıp Taşkızak Tersanesi’nde çalışmaya başladı. İlk şiir kitabı olan Gecekondu, 1964 yılında yayımlandı.
1965 yılında Varlık Yayınları düzelticiliğine geçtikten sonra ikinci şiir kitabı Yasak’ı (1966) yayımladı. 1967 yılında arkadaşı yazar Adnan Özyalçıner ile evlendi; iki çocukları oldu. 1977’de üçüncü şiir kitabı Dirençi, 1979’da çocuklar için yazdığı Gerçeğin Masalı yayımlandı.
1982 yılına kadar çeşitli yayın evlerinde ve ansiklopedilerde düzelticilik ve metin yazarlığı yaptı. Çalışmalarını başta Günlük Evrensel ve Evrensel Kültür olmak üzere çeşitli gazete ve dergilerde yazarak, belgesel anlatılar hazırlayarak sürdüren Sezer, 7 Ekim 2015 günü hayatını kaybetti.

Ραν, Ναζίμ Χικμέτ – Γέννηση

λογοτεχνικό περιοδικό Ένεκεν τ.46 σ.193 Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2017

ΓΕΝΝΗΣΗ

Η μαμά του μου γέννησε έναν γιόκα,
χωρίς φρύδια, έναν ξανθό γιο,
ξαπλώνεται στη γαλάζια φασκιά του
μια φωτόμπαλα, τριών κιλών.

Όταν γεννήθηκε
ο γιος μου,
μωρά γεννήθηκαν στην Κορέα,
έμοιαζαν με κίτρινο ηλιόσπορο.
Τα έσφαξε ο Μακ Άρθουρ,
έφυγαν χωρίς να χορτάσουν το μητρικό γάλα.

Όταν γεννήθηκε
ο γιος μου,
μωρά γεννήθηκαν στα μπουντρούμια της Ελλάδας,
εκτελέστηκαν οι μπαμπάδες τους.
Είδαν πρώτα
τα κάγκελα στον κόσμο αυτόν.

Όταν γεννήθηκε
ο γιος μου,
μωρά γεννήθηκαν στην Ανατολή,
με μάτια μπλε, μαύρα, μελί
Κόλλησαν ψείρες μόλις γεννήθηκαν
ποιος ξέρει από θαύμα πόσα θα ζήσουν.

Όταν ο γιος μου θα είναι
στην ηλικία μου,
εγώ δεν θα υπάρχω πια,
αλλά ο κόσμος θα είναι τότε μια υπέροχη κούνια
που θα νανουρίζει,
μαύρα,
λευκά,
κίτρινα,
όλα τα μωρά
μια κούνια με ατλάζι θαλασσί.

* Mac Arthur: Αμερικανός στρατηγός. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν διοικητής των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ασία. Για τη φήμη της σκληρότητας και των πιέσεων που ασκούσε στους Ασιατικούς λαούς, η Αμερικάνικη κυβέρνηση τον διόρισε διοικητή και στον Πόλεμο στην Κορέα.

Μετάφραση από τα τουρκικά: Lale Alatlı
Επιμέλεια: Αθηνά Κατσίβελη

Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν (Nâzım Hikmet Ran), Θεσσαλονίκη, 15 Ιανουαρίου 1902 – Μόσχα, 3 Ιουνίου 1963) ήταν Τούρκος ποιητής και δραματουργός, τα έργα του οποίου μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Πέθανε στην Μόσχα από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 61 ετών.

DOĞUM

Anası bir oğlancık doğurdu bana;
kaşsız, sarı bir oğlan,
masmavi kundağında yatan
bir nur topu, üç kilo ağırlığında.

Benim oğlan
dünyaya geldiği zaman,
çocuklar doğdu Korede,
sarı ay çiçeğine benziyorlardı.
Makartır kesti onları,
gittiler ana sütüne bile doymadan

Benim oğlan
dünyaya geldiği zaman,
çocuklar doğdu Yunan zindanlarında,
babaları kurşuna dizilmiş.
Bu dünyada ilk görülecek şey diye
demir parmaklığı gördüler.

Benim oğlan
dünyaya geldiği zaman
çocuklar doğdu Anadoluda,
mavi gözlü, kara gözlü, elâ gözlü bebeklerdi.
Bitlendiler doğar doğmaz
kim bilir kaçı sağ kalır mucize kabilinden.

Benim oğlan
benim yaşıma bastığı zaman,
ben bu dünyada olmıyacağım,
ama harikulâde bir beşik olacak dünya,
siyah,
beyaz,
sarı
bütün çocukları
sallıyan
mavi atlas döşekli bir beşik.

* Makartır – (Mac Arthur): Amerikan generali. 2. Dünya savaşında Asya’daki Amerikan ordularının kumandanlığını yaptı. Asya halklarına karşı yürüttüğü baskılarla ün saldığı için Amerikan hükümeti tarafından Kore savaşının kumandanlığına da atandı.

Nâzım Hikmet Ran ya da kısaca Nâzım Hikmet (15 Ocak 1902 – 3 Haziran 1963), Türk şair, oyun yazarı, romancı ve anı yazarı. “Romantik komünist” ve “romantik devrimci” olarak tanımlanır. Siyasi düşünceleri yüzünden defalarca tutuklanmış ve yetişkin yaşamının büyük bölümünü hapiste ya da sürgünde geçirmiştir. Şiirleri elliden fazla dile çevrilmiş ve eserleri birçok ödül almıştır.
Yasaklı olduğu yıllarda Orhan Selim, Ahmet Oğuz, Mümtaz Osman ve Ercüment Er adlarını da kullanmıştır. İt Ürür Kervan Yürür kitabı Orhan Selim imzasıyla çıkmıştır. Türkiye’de serbest nazımın ilk uygulayıcısı ve çağdaş Türk şiirinin en önemli isimlerindendir. Uluslararası bir üne ulaşmıştır ve dünyada 20. yüzyılın en gözde şairleri arasında gösterilmektedir.
Şiirleri yasaklanan ve yaşamı boyunca yazdıkları yüzünden 11 ayrı davadan yargılanan Nazım Hikmet, İstanbul, Ankara, Çankırı ve Bursa cezaevlerinde 12 yılı aşkın süre yattı. 1951 yılında Türk vatandaşlığından çıkarıldı; ölümünden 46 yıl sonra, 5 Ocak 2009 tarihli Bakanlar Kurulu kararı ile bu işlem iptal edildi. Mezarı Moskova’da bulunmaktadır.

Karakokkinos, Andreas – Eylül damlaları

Yeni e edebiyat dergisi, S.10 s.81

EYLÜL DAMLALARI

Eylül damlaları,
sessizliğin rengine bürünmüş
akıyor yağmurun hüznü gibi
kurak sokaklarına gecenin.

Kurumuş ellerinde tuttukları,
kırık gülümsemelerin yapraklarıyla
zaman içinde aniden can veren
bir güzelliğin çürümüş kalıntıları.

Bir göçmen kuşlar sürüsü
asıyor tellere notalarını
zevkine varamadıkları
o aşk tangosunun.

Korsan Gemisindeki Kaçak Yolcular (2017)

Yunanca aslından çeviri: Lale Alatlı

Andreas Karakokinos (Ανδρέας Καρακόκκινος) Kıbrıs’ta, şimdi Türk tarafında kalan Morfu’da doğdu. Aristotelio Üniversitesi Hukuk Fakültesi’nden mezun olduktan sonra bankacılık alanında çalıştı. 1974 yılından beri Selanik’te yaşıyor.
3 şiir kitabı yayımlandı: İlkbaharın Soluğu (2007), Denizdeki Limon Çiçekleri (2013) ve Korsan Gemisindeki Kaçak Yolcular (2017). Şiirleri Yunanistan ve Kıbrıs’ta çeşitli edebiyat dergilerinde yayımlandı. İnternetteki blogunda da kendi şiirlerinin yanı sıra Yunanistan ve Kıbrıs’tan şairlerin eserlerini yayımlıyor.

ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ

Οι σταγόνες του Σεπτέμβρη,
ντυμένες με χρώματα της σιωπής
κυλάνε σαν τη θλίψη της βροχής
στους άνυδρους δρόμους της νύχτας.

Κρατάνε στα ξεραμένα χέρια τοKaυς
φύλλα από σπασμένα χαμόγελα
και σάπια λείψανα μιας ομορφιάς
που άξαφνα ξεψύχησε στο χρόνο.

Μια μπάντα αποδημητικών πουλιών
απλώνει στα σύρματα τις νότες
από εκείνο το ταγκό του ερώτα
που δεν πρόλαβαν να χορέψουν.

Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό (2017)

Ο Ανδρέας Καρακόκκινος γεννήθηκε στη Κύπρο, στη Μόρφου, που σήμερα είναι στη κατεχόμενη από τους Τούρκους περιοχή. Ζει στη Θεσσαλονίκη από το 1974, όπου σπούδασε στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ και εργάστηκε στο Τραπεζικό τομέα.
Έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές: Πνοή της άνοιξης (2007) και Λεμονανθοί στο πέλαγο (2013), Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό (2017). Ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά σε Ελλάδα και Κύπρο καθώς και στο Διαδίκτυο όπου διατηρεί blogs και μεταξύ άλλων ανθολογεί ποιητές από Ελλάδα και Κύπρο.

Michailidou, Lili – Karşıdakilere

Yeni e edebiyat dergisi, S.15 s.15

Karşıdakilere

Fazla bir şey karalamadım, ne bizi ayıran
ne de bizi yakınlaştıranlar hakkında
Bin dokuz yüz yetmiş dört
gittikçe şişiyor
güneşi gizleyen
dev bir balon oldu şehrin üzerine.
Yeryüzüne, sırtımıza, geleceğimize işledi gölgesi
çıkmayan kara bir leke gibi.

Arena (2014)

Yunanca aslından Türkçeye çeviren: Lale Alatlı

Lili Mihailidou (Λίλη Μιχαηλίδου) Lefkoşa’da yaşıyor ve çalışıyor. Uluslararası ilişkiler bölümünden mezun. Şiirleri ve düzyazı ezerleri Kıbrıs’ta ve yurtdışında çeşitli gazete ve dergilerde yayımlandı; birçok dile tercüme edildi.
Kıbrıs PEN Yazarlar Birliği’nin yönetim kurulu ve PEN’in İngilizce yayın yapan In Focus Edebiyat Dergisi’nin yazı kurulu üyesidir. Ayrıca dünyanın her köşesinden sanatçılarla, Kıbrıs ve yurtdışında edebiyat festivalleri ve şiir buluşmaları düzenleyen, kâr amacı gütmeyen Ideogramma Örgütü’nün asil üyelerindendir.

στους απέναντι

Δεν έγραψα πολλά γι΄αυτά που μας χωρίζουν
μα ούτε και γι΄αυτά που μας ενώνουν.
Το χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
φουσκώνει χρόνο με χρόνο
και έχει γίνει ένα τεράστιο αερόστατο πάνω από την πόλη
που κρύβει τον ήλιο.
Η σκιά του χαράχτηκε στη γη, στην πλάτη και το μέλλον μας
ανεξίτηλη μελανιά.

Αρένα (2014)

Η Λίλη Μιχαηλίδου ζει και δημιουργεί στη Λευκωσία. Παρακολούθησε γραμματειακές σπουδές και δημόσιες σχέσεις. Ποιήματά και κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά στην Κύπρο και στο εξωτερικό και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κυπριακού Κέντρου ΠΕΝ και της συντακτικής ομάδας του αγγλόφωνου λογοτεχνικού περιοδικού IN FOCUS, που εκδίδεται από το ΠΕΝ. Επίσης είναι κύριο μέλος του μη Κερδοσκοπικού Οργανισμού Ιδεόγραμμα, με το οποίο οργανώνει λογοτεχνικά φεστιβάλ και ποιητικές συναντήσεις στην Κύπρο και στο εξωτερικό, με τη συμμετοχή ποιητών και συγγραφέων από όλο τον κόσμο.

Karakokkinos, Andreas – Karanlık Çöktüğünde

Yeni e edebiyat dergisi, S.9 s.95

KARANLIK ÇÖKTÜĞÜNDE
Karanlık çöktüğünde
meydandaki gölgeler
biçim değiştirir,
tozunu alırlar kırışık
ifadesiz suratlarının,
kara gömlek giyerler
yılan dövmesinin üzerine
pis kaldırımlarda
sokak müzisyenlerinin ezgilerinde
dans ederler ölümle
her zamanki aynı
çalıntı gülümsemeyle.

Korsan Gemisindeki Kaçak Yolcular (2017)

Yunanca aslından çeviri: Lale Alatlı

Andreas Karakokkinos (Ανδρέας Καρακόκκινος) Kıbrıs’ta, şimdi Türk tarafında kalan Morfu’da doğdu. Aristotelio Üniversitesi Hukuk Fakültesi’nden mezun olduktan sonra bankacılık alanında çalıştı. 1974 yılından beri Selanik’te yaşıyor.
3 şiir kitabı yayımlandı: İlkbaharın Soluğu (2007), Denizdeki Limon Çiçekleri (2013) ve Korsan Gemisindeki Kaçak Yolcular (2017). Şiirleri Yunanistan ve Kıbrıs’ta çeşitli edebiyat dergilerinde yayımlandı. İnternetteki blogunda da kendi şiirlerinin yanı sıra Yunanistan ve Kıbrıs’tan şairlerin eserlerini yayımlıyor.

ΌΤΑΝ ΠΕΦΤΕΙ Η ΝΥΧΤΑ
‘Όταν πέφτει η νύχτα
οι σκιές στη πλατεία
αλλάζουν μορφές,
ξεσκονίζουν τα χαραγμένα
ανέκφραστα πρόσωπά τους,
φοράνε μαύρο πουκάμισο
πάνω από τατουάζ φιδιών
και σε βρώμικα πεζοδρόμια
στους ήχους πλανόδιων μουσικών
χορεύουν θάνατο
με το ίδιο πάντα
κλεμμένο χαμόγελο.

Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό (2017)

Ο Ανδρέας Καρακόκκινος γεννήθηκε στη Κύπρο, στη Μόρφου, που σήμερα είναι στη κατεχόμενη από τους Τούρκους περιοχή. Ζει στη Θεσσαλονίκη από το 1974, όπου σπούδασε στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ και εργάστηκε στο Τραπεζικό τομέα.
Έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές: Πνοή της άνοιξης (2007) και Λεμονανθοί στο πέλαγο (2013), Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό (2017). Ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά σε Ελλάδα και Κύπρο καθώς και στο Διαδίκτυο όπου διατηρεί blogs και μεταξύ άλλων ανθολογεί ποιητές από Ελλάδα και Κύπρο.

Karakokkinos, Andreas – Morfu

Şubat 2016 – Evrensel Kültür, S.290, s73

Morfu
Aynı dar sokaklar
isimleri değiştirilmiş
üzerinde yabancı adımlar
tereddütle gıcırdıyor
evlerin kapıları
avlularda yaseminler
bir zamanlar onlara şarkı söyleyen
ellerin dokunuşundan mahrum
hep soluk kalmaya mahkum.

Yunanca aslından çeviri: Lale Alatlı

Andreas Karakokkinos (Ανδρέας Καρακόκκινος) Kıbrıs’ta, şimdi Türk tarafında kalan Morfu’da doğdu. Aristotelio Üniversitesi Hukuk Fakültesi’nden mezun olduktan sonra bankacılık alanında çalıştı. 1974 yılından beri Selanik’te yaşıyor. Şiirleri Yunanistan ve Kıbrıs’ta çeşitli edebiyat dergilerinde yayımlandı. İnternetteki blogunda da kendi şiirlerinin yanı sıra Yunanistan ve Kıbrıs’tan şairlerin eserlerini yayımlıyor.
3 şiir kitabı yayımlandı: İlkbaharın Soluğu (2007), Denizdeki Limon Çiçekleri (2013) ve Korsan Gemisindeki Kaçak Yolcular (2017).

Μόρφου
Οι δρόμοι το ίδιο στενοί
μ’ ονόματα αλλαγμένα
βήματα ξένα τους περπατούν
κι οι πόρτες των σπιτιών
τρίζουν απορημένες
μες στις αυλές τα γιασεμιά
είναι πάντα μαραμένα
χωρίς αγγίγματα των χεριών
που κάποτε τα τραγουδούσαν.

Ο Ανδρέας Καρακόκκινος γεννήθηκε στη Κύπρο, στη Μόρφου, που σήμερα είναι στη κατεχόμενη από τους Τούρκους περιοχή. Ζει στη Θεσσαλονίκη από το 1974, όπου σπούδασε στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ και εργάστηκε στο Τραπεζικό τομέα. Ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά σε Ελλάδα και Κύπρο καθώς και στο Διαδίκτυο όπου διατηρεί blogs και μεταξύ άλλων ανθολογεί ποιητές από Ελλάδα και Κύπρο.
Έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές: Πνοή της άνοιξης (2007) και Λεμονανθοί στο πέλαγο (2013), Λαθρεπιβάτες σε πειρατικό (2017).

Ζαρίτς, Τζ. Χακί – η ουσία του μηδενός

Ένεκεν, λογοτεχνικό περιοδικό τ.45 σ.112

Βρέθηκα στη μέση ενός αγρού με μαργαρίτες
Σε όνειρα αδιανόητα βυθίστηκα ανατριχιάζοντας
Στην καρδιά μου όρμησε ταραχή, στο στόμα μου κλειδαριά
οι μωβ ώρες τραγούδησαν μέσα μου

η ουσία του μηδενός

Ναι, θα έρθει και η στιγμή που θα χάσω τη σκιά μου
Μια μέρα αυτή η μοναξιά θα ξεσκίσει το μυαλό μου
Με τη μυρωδιά του γάλακτος στα χέρια μου θα κηδευτώ στο πτώμα της πόλης
Στην τσάντα μου θα βρουν κλειδιά και κόκκινο κρασί όμως
Την ταυτότητά μου κανείς δεν θα μπορέσει να μάθει

Μέσα μου θα λέω των μωβ ωρών τραγούδια!..

Μηδέν (2014)
Μετάφραση: Lale Alatlı / Επιμέλεια: Αθηνά Κατσίβελη

Τζ. Χακί Zαρίτς (C. Hakkı Zariç) γεννήθηκε στην περιοχή Σούσουζ της πόλης Καρς στις 5 Ιανουαρίου 1972. Έμεινε 10 χρόνια στη φυλακή λόγω των πολιτικών ιδεών του. Εξέδωσε με τους φίλους του το λογοτεχνικό περιοδικό «Ağır Ol Bay Düzyazı» (Σιγά Κύριε Πεζέ Λόγε). Ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού «Evrensel Kültür» και «Evrensel Basım Yayın» που έκλεισαν με το νομοθετικό διάταγμα υπ’ αριθμό 657. Τα δοκίμια και τα ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά όπως «İzlek», «Öteki-siz», «Varlık», «Yasakmeyve», «Edebiyat-ist», «Rüzgâr», «Bireylikler», «Eliz Edebiyat», «Erkekçe» και «Yeni E». Σήμερα είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού «Yeni e» και εργάζεται σε ένα ίδρυμα για τον πολιτισμό και τις τέχνες. Έχει Κυριακάτικη στήλη στην καθημερινή εφημερίδα «Evrensel».

 

Bir papatya tarlasının ortasında kaldım
Ürpertilerle geçtim olmadık düşlerin teninden
Kalbime çırpıntı, ağzıma kilit sökün etti
İçimde türkü söyledi mor saatler

sıfırın aslı

Gölgemi yitireceğim an da gelecek, evet
Bu yalnızlık yırtacak beynimi bir gün
Kentin cesedine gömüleceğim ellerimdeki süt kokusuyla
Çantamdan anahtarlar ve kırmızı şarap çıkacak ama
Kimliğimi çözemeyecek hiç kimse

İçimden türkü söyleyeceğim mor saatlerce!..

C. Hakkı Zariç 5 Ocak 1972’de Kars’ın Susuz İlçesi’nde doğdu. Düşünceleri nedeniyle yaklaşık on yıl tutuklu kaldı. Arkadaşlarıyla birlikte “Ağır Ol Bay Düzyazı” dergisini çıkardı.
657 Sayılı Kanun Hükmünde Karaname (KHK) ile kapatılan Evrensel Kültür dergisi ve Evrensel Basım Yayın’da editördü. İzlek, Öteki-siz, Varlık, Yasakmeyve, Edebiyat-ist, Rüzgâr, Bireylikler, Eliz Edebiyat, Erkekçe, Yeni E gibi dergilerde yazı ve şiirleri yayımlandı, yayımlanıyor. Bir vakıfta çalışmakta ve Yeni E dergisinde editörlük yapmaktadır. Köşe yazılarıyla Günlük Evrensel gazetesinde Pazar günü, Posta gazetesi kitap ekinde ayda bir yazıları yayınlamaktadır.

Ζαρίτς, Τζ. Χακί – μηδέν και νερό

Ένεκεν, λογοτεχνικό περιοδικό τ.45 σ.111

Άνεμε, ντροπαλό παιδί του ουρανού και της θάλασσας
Αν στο Σίβας ακόμα χτενίζεις τα μαλλιά του Μετίν Αλτίοκ*
Θα σου χαρίσω την άχνα του Μπρούνο, που έμεινε μέσα μου

μηδέν και νερό
Είμαι στον τόπο της φωτιάς και της στάχτης που τον σώπασε η βροχή
Τον λιθόκτιστο χρόνο μου πυρπολούν τα κρατικά χέρια
Γυρεύω για τους μαραμένους μενεξέδες μου μια στάλα νερό

Αναποδογυρίζουν οι βάρκες μέσα μου όσο σκέφτομαι τους ωκεανούς
Γράφω έτσι την Απιθανότητα της Επιστροφής μου στη Ζωή
Στους λυσσασμένους καταρράκτες πνίγονται πόσες χιλιάδες χρόνια τα μάτια μου

Μισανοίγω τις πόρτες με το άσπρο χρώμα μιας μαργαρίτας
Η δροσιά από το φιλί της αυγής στον ήλιο είναι στη φωνή μου
Προσφέρω στους μαραμένους μενεξέδες μου μια στάλα νερό!…

Μηδέν (2014)
Μετάφραση: Lale Alatlı / Επιμέλεια: Αθηνά Κατσίβελη

*Μετίν Αλτίοκ: Ποιητής από Τουρκία, γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1940. Πέθανε στις 2 Ιουλίου 1993 στη Σεβάστεια της Ανατολικής Τουρκίας όταν φανατικοί ισλαμιστές επιτέθηκαν στο ξενοδοχείο Madımak όπου διεξάγονταν πολιτιστικό φεστιβάλ Αλεβιτών και έβαλαν φωτιά προκαλώντας το θάνατο 35 ανθρώπων. – Σημείωση της μεταφράστριας.

Τζ. Χακί Zαρίτς (C. Hakkı Zariç) γεννήθηκε στην περιοχή Σούσουζ της πόλης Καρς στις 5 Ιανουαρίου 1972. Έμεινε 10 χρόνια στη φυλακή λόγω των πολιτικών ιδεών του. Εξέδωσε με τους φίλους του το λογοτεχνικό περιοδικό «Ağır Ol Bay Düzyazı» (Σιγά Κύριε Πεζέ Λόγε). Ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού «Evrensel Kültür» και «Evrensel Basım Yayın» που έκλεισαν με το νομοθετικό διάταγμα υπ’ αριθμό 657. Τα δοκίμια και τα ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά όπως «İzlek», «Öteki-siz», «Varlık», «Yasakmeyve», «Edebiyat-ist», «Rüzgâr», «Bireylikler», «Eliz Edebiyat», «Erkekçe» και «Yeni E». Σήμερα είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού «Yeni e» και εργάζεται σε ένα ίδρυμα για τον πολιτισμό και τις τέχνες. Έχει Κυριακάτικη στήλη στην καθημερινή εφημερίδα «Evrensel».

 

Göğün ve denizin utangaç çocuğu; rüzgâr
Metin Altıok’un saçlarını Sivas’ta tarıyorsan hâlâ
Bruno’dan bende kalan buğuyu armağan edeceğim sana

sıfır ve su
Yağmurun susturduğu yerdeyim; yangında ve külde
Devletin elleri tutuşturuyor kâgir zamanlarımı
Bir damlacık su arıyorum kavrulan menekşelerime

Okyanusları düşündükçe içimde alabora oluyor sandallar
Hayata Dönüş’ümün olanaksızlığını yazıyorum işte
Gözlerim boğuluyor kaç bin yıldır hırçın şelalelerinde

Bir papatyanın beyazlığıyla aralıyorum kapıları
Sesimde sabahın güneşi öptüğü serinlik
Bir damlacık su veriyorum kavrulan menekşelerime!..

C. Hakkı Zariç 5 Ocak 1972’de Kars’ın Susuz İlçesi’nde doğdu. Düşünceleri nedeniyle yaklaşık on yıl tutuklu kaldı. Arkadaşlarıyla birlikte “Ağır Ol Bay Düzyazı” dergisini çıkardı.
657 Sayılı Kanun Hükmünde Karaname (KHK) ile kapatılan Evrensel Kültür dergisi ve Evrensel Basım Yayın’da editördü. İzlek, Öteki-siz, Varlık, Yasakmeyve, Edebiyat-ist, Rüzgâr, Bireylikler, Eliz Edebiyat, Erkekçe, Yeni E gibi dergilerde yazı ve şiirleri yayımlandı, yayımlanıyor. Bir vakıfta çalışmakta ve Yeni E dergisinde editörlük yapmaktadır.
Köşe yazılarıyla Günlük Evrensel gazetesinde Pazar günü, Posta gazetesi kitap ekinde ayda bir yazıları yayınlamaktadır.

Άλατλι, Λάλε – Ταξίδι χωρίς σύνορα με φτερά από λέξεις

λογοτεχνικό περιοδικό Ένεκεν, τ.45 σ.147-149 Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2017

ΤΑΞΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ ΜΕ ΦΤΕΡΑ ΑΠΟ ΛΕΞΕΙΣ

Οι γονείς μου παντρεύτηκαν στο δημαρχείο στην Κωνσταντινούπολη. Αναγκάστηκαν να ακυρώσουν το ταξίδι του μέλιτος και το βράδυ γυρνώντας στο σπίτι έπρεπε να βάλουν μαύρα πανιά στα παράθυρα για να μην φαίνονται, μην τυχόν και τους βομβαρδίζουν τα ελληνικά αεροπλάνα. Ο τουρκικός στρατός είχε μπει στην Κύπρο… Ευτυχώς όπως καταλαβαίνετε, οι γονείς μου κλείσαν τα παράθυρα εκείνη την νύχτα και έπιασαν δουλειά, να κάνουν εμένα.

Ήμουν 16 χρονών και η πρώτη μου εμπειρία με την Κύπρο, ήταν στην Ιταλία όπου είδα για πρώτη φορά έναν χάρτη με μια ενωμένη Κύπρο χωρίς να γράφει «Τουρκοκυπριακή Δημοκρατία» και «Ελληνοκυπριακή Διοίκηση» στο πάνω και κάτω μέρος μιας κόκκινης γραμμής συνόρων.

Αν σκεφτούμε το οξύμωρον της κατάστασης, σήμερα έχω την ιδιαίτερη τιμή να βρίσκομαι εδώ καλεσμένη σας… Δηλαδή, μου έγινε η πρόσκληση και εγώ την αποδέχτηκα… Δεν είναι «αλλόκοτο» όλο αυτό; Αυτό που η φαντασία του ανθρώπου δεν μπορεί να σκεφτεί, το κάνει πράξη η φαντασία της ζωής εδώ στη Λευκωσία σήμερα.

Τα φτερά μου από λέξεις εμφανίστηκαν για πρώτη φορά με το να αρχίσω να διαβάζω βιβλία ελληνικά και κυπριακά γραμμένα στην ελληνική γλώσσα που είναι αδύνατον να μεταφραστούν στα τούρκικα για τους πολιτικούς και ιστορικούς λόγους που μπορείτε να φανταστείτε. Αυτό συμβαίνει και αντίστροφα βέβαια. Πρόκειται για τέτοιες συνθήκες ανάμεσα σε χώρες ή σε γλώσσες που ο πολιτισμός εξαρτάται από την πολιτική δυστυχώς.

Τα τελευταία χρόνια οι μεταφράσεις της ελληνικής λογοτεχνίας έχουν γίνει πιο δημοφιλείς στην Τουρκία. Ενώ παλιά υπήρχαν μόνο τα κλασσικά έργα από την αρχαιότητα μέχρι το 1900, τώρα οι Τούρκοι αναγνώστες ενδιαφέρονται για σύγχρονα έργα Ελλήνων συγγραφέων. Με τη μετάφραση του βιβλίου «Αμερική ’62» του Πάνου Ιωαννίδη τα φτερά μου μεγάλωσαν και ξεκίνησα να πετάω πάνω από σύνορα. Είναι το πρώτο βιβλίο από την Κύπρο μεταφρασμένο στην Τουρκία από τα ελληνικά στα τουρκικά. Το ακολούθησαν άλλα τέσσερα μέχρι στιγμής. Η τόσο κοντινή συνοριακά και τόσο μακρινή πνευματικά αυτή χώρα, το 2017 έχει μόνο 5 βιβλία από την Κύπρο τα οποία είχα την ξεχωριστή τύχη να μεταφράσω. Με αυτά τα πολύ λίγα 5 βιβλία αποδείχτηκε ότι οι Τούρκοι αναγνώστες και κριτικοί στρέφονται προς τα σύγχρονα έργα από την Κύπρο για τα οποία δεν γνωρίζουν τίποτα ακόμα.

Φέτος στη Θεσσαλονίκη όπου τυπώνεται το λογοτεχνικό περιοδικό Ένεκεν, κυκλοφόρησε το 43ο τεύχος με αφιέρωμα στην Κύπρο στο οποίο συμπεριλαμβάνονται έργα και των σύγχρονων Τουρκοκύπριων συγγραφέων, Jenan Selçuk, Nevgül Duman, Mehmet Kansu, Gürgenç Korkmazel, Senem Gökel με την επιμέλεια την δικιά μου με τη βοήθεια του Ahmet Yıkık και αντίστοιχα Ελληνοκυπρίων με την επιμέλεια του Κύπριου ποιητή Ανδρέα Καρακόκκινου. Πιστεύω πως έγινε μια πρωτοποριακή δουλειά ακόμα και για την Ελλάδα. Όταν μιλάμε για μετάφραση του γλωσσικού ζευγαριού ελληνικών και τουρκικών, δυστυχώς αυτό που παλεύουμε δεν είναι μόνο τα γλωσσικά εμπόδια αλλά είναι και η κακή ιστορία της Ελλάδας και της Κύπρου με την Τουρκία. Οπότε το έθνος, ο εθνικισμός, η θρησκεία παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο και στη λογοτεχνία και στη μετάφραση. Πρέπει να έχουν μεγαλώσει πολύ τα φτερά μου από λέξεις: φέτος τον Μάιο στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης που ήμουν προσκεκλημένη σε μια σχετική ομιλία, μας παρακολούθησαν από την τούρκικη μυστική υπηρεσία. Γιατί αποκτήσαμε όλοι που βρισκόμασταν εκεί φτερά από λέξεις για να κάνουμε ένα ταξίδι χωρίς σύνορα που ενόχλησε. Κατά δήλωση του προέδρου της Τουρκίας: «Υπάρχουν κάποια βιβλία που έχουν περισσότερη επιρροή από τις βόμβες. Αν δεχθούμε μια καταγγελία, δεν θα μαζέψουμε αυτά;». Όλοι αυτοί λοιπόν που ασχολούνται με βιβλία: εκδότες, συγγραφείς, μεταφραστές, βιβλιοπώλες, κριτικοί, αναγνώστες ξέρουμε από βόμβες! Και περνάμε σύνορα με τις βόμβες στα χέρια.

Εργάστηκα ως διερμηνέας για τον πρωθυπουργό της Ελλάδας στην συνομιλία του με τον τότε τούρκο πρωθυπουργό και με άλλους πολιτικούς. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο πολιτισμός εξαρτάται από την πολιτική, ενώ στην λογοτεχνική μετάφραση η πολιτική αρχίζει να εξαρτάται από τον πολιτισμό και δεν μας σταματάνε τα σύνορα. Στη λογοτεχνική μετάφραση η ελληνική και η τουρκική γλώσσα αν κι έχουν πολλές ευκολίες σε καθημερινές λέξεις και ιδιωματισμούς λόγω της κοινής και παρόμοιας ζωής, έχουν επίσης και πολλές δυσκολίες. Η ελληνική γλώσσα είναι πολύ πλούσια και πολλές φορές στα τουρκικά δεν μπορούμε να αποδώσουμε ακριβώς μία λέξη. Εκτός από τις δυσκολίες της ελληνικής γλώσσας με την τουρκική στις μεταφράσεις των κυπριακών βιβλίων υπήρχαν λέξεις και ιδιωματισμοί στα κυπριακά που έβλεπα για πρώτη φορά, όπως Καλαμαράδες, τσαγιέρα, καρκόλα (κρεβάτι), παπαόροτσος (πέτρα μεγάλη), κωλοσύρνω (τραβώ), πύρουλος (ζέστη). Ευτυχώς η συνεχής επαφή που είχα με όλους τους συγγραφείς για οτιδήποτε πρόβλημα, με βοήθησε σε όλα τα έργα να ξεπεράσω οποιοδήποτε γλωσσικό εμπόδιο. Επίσης υπήρχαν κάποιες φορές πολύ λεπτά σημεία που έπρεπε να επιλέξουμε πολύ προσεκτικά τον καλύτερο τρόπο να αποδώσουμε, χωρίς να αλλάξουμε το αυθεντικό αλλά και χωρίς να δημιουργηθεί θέμα σε κανέναν. Επίσης στην χώρα που γεννήθηκα υπάρχουν φυλακισμένοι συγγραφείς, εκδότες και μεταφραστές. ‘Όταν μιλάμε για ελληνική και τουρκική γλώσσα να μην ξεχνιόμαστε ότι απευθυνόμαστε σε δύο λαούς με την ίδια ιστορία από αντίθετες πλευρές όπως είπα και πριν. Όμως παρά τις δυσκολίες που μπορεί να παρουσιάζει ένα έργο προς μετάφραση, δεν παύει να πρόκειται για ένα βαθύ και μακρύ ταξίδι με φτερά από λέξεις κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Όταν μεταφράζω νιώθω πως με λίγα φτερουγίσματα μπορώ να αλλάξω χώρα, να πετάω πάνω από όσα τείχη κτίστηκαν και θα κτιστούν και να παρατηρώ διάφορα τοπία, πολιτισμούς, συναισθήματα και όνειρα των ανθρώπων για τη ζωή και το μέλλον.

Μαζί με τη Λευκωσία, υπάρχουν 70 τείχη συνόρων στον κόσμο. Το μήκος τους είναι 40.000 χμ, ίσα με την περίμετρο της γης. Κάθε βιβλίο που μεταφράζεται, μπορεί θαρρώ να ρίξει ένα κομμάτι από το τείχος και ταυτόχρονα να χτίσει ένα κομμάτι γέφυρας, όπως ένας παπαόροτσος!

Ελπίζω πως αυτά τα λίγα έργα που δεν θα μείνουν μόνο λίγα, θα φέρουν πιο κοντά τους δύο λαούς με τα κομμένα φτερά που είναι άδικα χωρισμένοι στα δυο εδώ και πολλά χρόνια.

Eneken – Lale Alatli

 

Lale Alatli
23 Σεπτεμβρίου 2017 – Λευκωσία
Ομιλία από την Διεθνή Ημερίδα Μετάφραση του PEN Cyprus «Η μαγεία, η δύναμη και η βάσανος της μετάφρασης μέσα στη σύγχρονη Ευρωπαϊκή Βαβέλ»

 

 

 

Yunanca aslından çeviri

KELİMELERDEN KANATLARLA SINIR TANIMAYAN YOLCULUKLAR

            Annemle babam İstanbul’da Kadıköy Belediyesi’nde evlendi. Balayı yolculuğunu iptal edip de akşam eve döndüklerinde Yunan uçakları tarafından bombalanmamak için karartma gereği, pencerelere kara çarşaflar germek zorunda kaldılar. Türk ordusu Kıbrıs’a girmişti… Neyse ki o gece annemle babam pencereleri kapayıp beni yapmaya koyuldu.

            Kıbrıs’la ilgili ilk deneyimimi 16 yaşında İtalya’da, ilk defa kırmızı bir çizginin üst ve alt kısmında “Kıbrıs Türk Cumhuriyeti” ve “Kıbrıs Rum Kesimi” yazmayan bir birleşik Kıbrıs haritası gördüğüm gün yaşadım. Durumun tezatlığını düşünürsek, bugün buraya davetli olmak benim için özel bir değere sahip… Davet edilmem, benim de kabul etmem… Tüm bunlar “tuhaf” değil mi? İnsanın hayal gücüne sığmayanı bugün burada, Lefkoşa’da hayatın gücü gerçeğe döküyor.

            Kelimelerden kanatlarım ilk defa, sizin de tahmin edeceğiniz politik ve tarihi nedenlerden dolayı Türkçeye çevrilmesi –tersi için de aynısı geçerli- imkânsız olan Yunanistan ve Kıbrıs’tan bazı Yunanca kitapları okumaya başlamamla belirdi. Çünkü maalesef kültürü belirleyen siyasettir, bu ülkeler veya bu diller söz konusu olunca.

            Son yıllarda Türkiye’de Yunan edebiyatı gittikçe daha popüler oldu. Oysa eskiden sadece antik çağlardan 1900’e kadar olan döneme ait klasik eserler yayımlanırken, şimdi artık Türk okuyucular çağdaş Yunan yazarlarına da ilgi gösteriyor. Kıbrıslı edebiyatçı Panos İoannides’in “Amerika ’62 de profundis” adlı kitabının çevirisiyle kanatlarım büyüdü, sınırların üzerinden uçmaya başladım. Bu eser Kıbrıs’tan, doğrudan Yunancadan Türkçeye çevrilmiş ilk kitap olma özelliğini taşıyor. Şu ana kadar bu eseri sadece dört kitap daha takip etti. Sınırsal olarak bu kadar yakın ama manen o kadar uzak bu ülkede, 2017 yılında Kıbrıs’tan çevirilerini yapma fırsatı bulduğum sadece beş eser var. Fakat bu bir avuç kitapla bile, Türk okuyucu ve eleştirmenlerin henüz hiç tanımadıkları çağdaş Kıbrıs edebiyatına, oldukça büyük ilgi duydukları ortaya çıktı.

            Selanik’te yayımlanan Eneken Edebiyat Dergisi bu yıl 43. sayısını Kıbrıs’a ayırdı. Kıbrıslı Rum edebiyatının editörlüğünü Andreas Karakokinos üstlendi. Ahmet Yıkık’ın desteğiyle editörlüğünü yürüttüğüm Kıbrıs’ın Türk edebiyatı bölümünde Jenan Selçuk, Nevgül Duman, Mehmet Kansu, Gürgenç Korkmazel ve Senem Gökel’in eserlerine yer verildi. Bunun Yunanistan için bile bir ilk olduğuna inanıyorum. Söz konusu olan Yunanca ve Türkçe dil çifti olduğunda, maalesef mücadele ettiğimiz tek şey dile bağlı engeller değil, aynı zamanda Yunanistan ve Kıbrıs’ın Türkiye’yle olan kötü tarihi. Bu durumda millet, milliyetçilik ve din, edebiyat ve çeviride çok önemli bir rol üstleniyor.

            Kelimelerden kanatlarımız o kadar büyümüş olmalı ki Mayıs ayında Selanik Uluslararası Kitap Fuarı’nda düzenlediğimiz konuşmaya Türkiye Devleti’nin istihbarat görevlileri bile katıldı. Çünkü orada bulunan herkes, bazılarını rahatsız edecek, sınır tanımayan bir yolculuk için kelimelerden kanatlara bürünmüştü. Türkiye Cumhurbaşkanı bir ifadesinde “Yani öyle kitaplar vardır ki bombadan daha tesirlidir,” der. Yani kitapla uğraşan herkes: yayıncılar, yazarlar, çevirmenler, kitapçılar, eleştirmenler, okurlar, hepimiz elimizde bombalarla, birilerinin yarattığı sınırları geçiyoruz.

            Yunanistan Başbakanı’na, dönemin Türkiye Başbakanı ve bazı bakanlarıyla yaptığı görüşmede çevirmenlik yapmıştım. Bu gibi durumlarda kültür siyasete bağlıdır; oysa edebi çeviride siyaset kültüre bağlı olmaya başlar ve sonucunda da hiçbir sınır bizi durduramaz. Edebi çeviride Yunanca ve Türkçede, iki ülkenin uzun yıllarca süren ortak ve benzer yaşam biçimlerinden dolayı günlük dildeki çoğu ortak kelime ve deyimin çevirisi kolay olsa da birçok zorluk da karşımıza çıkar. Farklı bir geçmişe sahip olan Yunan dilindeki bazı kelimelere -parea[1] gibi- Türkçede karşılık bulmak oldukça zor olabilir. Kıbrıs’tan çevrilen eserlerde Yunanca ve Türkçe çevirinin içerdiği zorluklar dışında bir de ilk defa gördüğüm “Kıbrısça” kelime ve deyimler vardı: karkola[2], papaoroços[3], kolosirno[4]. Neyse ki çevirisini yaptığım tüm eserlerde, her türlü sorun için en büyük kurtarıcım yazarlarla kurduğum sürekli iletişim oldu; bu şekilde her türlü dil ve anlam engelini aşabildim. Ayrıca bazen eserin aslını değiştirmeden ama kimseye sorun yaratmayacak şekilde, büyük bir dikkat ve özenle en iyi çözümü bulmamız gereken çok hassas noktalar oldu. Benim doğduğum ülkede hapiste olan yazarlar, yayıncılar ve çevirmenler var. Yunanca-Türkçe çeviride, aynı tarihi iki ayrı yakadan paylaşan iki ayrı halka hitap ettiğimizi unutmamalıyız. Fakat çevirisi yapılan bir eser tüm zorluklarına rağmen, somut ve soyut olarak, kelimelerden kanatlarla çıkılan derin ve uzun bir yolculuk olmaktan hiçbir zaman vazgeçmez.

            Çeviri yaparken birkaç kanat çırpmayla ülke değiştirebildiğimi, inşa edilen ve edilecek duvarların hepsinin üzerinden uçabildiğimi, farklı yerler, kültürler, duygular ve insanların hayat ve gelecekle ilgili hayallerini görebildiğimi hissediyorum.

            Lefkoşa’yla birlikte dünyada 70 adet sınır duvarı var. Toplam uzunlukları 40.000 km, dünyanın çevresine eşdeğer. Çevirisi yapılan her bir kitabın, duvardan kopan ve aynı zamanda da köprüye konan bir parça olduğuna inanıyorum. Aynen bir papaorotsos gibi!

            Bu kadar az sayıda kalmayacağını umduğum bu eserlerin, yıllardır haksızca ayrı bırakılmış kırık kanatlı bu iki halkı birbirine yakınlaştıracağını ümit ediyorum.

Lale Alatlı

Lefkoşa  – 23 Eylül 2017

Kıbrıs PEN Yazarlar Birliği’nin düzenlediği “Çağdaş Avrupa Babil’inde çevirinin büyüsü, gücü ve meşakkati” adlı Uluslararası Çeviri Günü etkinliğinden

[1] Parea: Yunancada arkadaş grubu demek. Aynı zamanda arkadaşlık ettiğimiz tek bir kişi içi de kullanılabilir. Kullanıldığı yerler çok çeşitlilik gösterir ve Türkçede tam karşılığı yoktur.

[2] Karkola: yatak. Yunancası krevati.

[3] Papaoroços: büyük taş. Yunancası kotrona.

[4] Kolosirno: çekmek. Yunancası travao.

Ντουμάν, Νεβγκιούλ – Εκεί μακριά είναι ένα χωριό

λογοτεχνικό περιοδικό Ένεκεν τ.43 σ.188-192 Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2017

Εκεί μακριά είναι ένα χωριό

Στις 15 Ιουλίου του 2003 ξύπνησα πριν το χάραμα και ετοιμάστηκα με πολλή φροντίδα σαν να πήγαινα στο πρώτο μου ραντεβού. Έβαλα το «βιβλίο της Δέσπως», που χρόνια το φύλαγα σαν τα μάτια μου, στην τσάντα. Δεν θυμάμαι πόσες φορές κοίταξα το ρολόι όσο περίμενα να ξυπνήσουν και να ετοιμαστούν οι αδερφές μου. Ο χρόνος δεν έλεγε να περάσει. Όταν επιτέλους ξύπνησαν, κατάφερα να τις πείσω να ξεκινήσουμε νωρίτερα από την ώρα που είχαμε κανονίσει. Κι έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο στις 7 το πρωί.

Όταν το αμάξι μας πλησίαζε τη Λευκωσία περνώντας τον Πενταδάχτυλο, μέσα μου ήμουν γεμάτη συναισθήματα: νοσταλγία, συγκίνηση, φόβο, περιέργεια. Όλα μαζί. Φτάσαμε στα σύνορα που χώριζαν στα δύο το νησί. Ενώ ολοκληρωνόταν οι διαδικασίες από την τουρκοκυπριακή και την ελληνοκυπριακή αστυνομία για την έξοδο και την είσοδό μας, σκεφτόμουν συνέχεια γιατί χρειαζόταν όλα αυτά για να μπορούμε να ‘ρθουμε στη γραμμένη με διαφορετικό αλφάβητο ίδια πόλη.

Μόλις περάσαμε τα σύνορα άρχισα να νιώθω σαν να ΄μουν ξανά 12 χρονών.

Ήθελα να σκαρφαλώσω σε κάθε δένδρο που έβλεπα, να απλώσω το χέρι μου σε κάθε βρύση να πιω διψασμένα το νερό της, να μπω στο πρώτο μπακάλικο να πάρω τα μπισκοτάκια και τα παγωτά της παιδικής μου ηλικίας. Κι επίσης να περπατήσω σε όλους τους δρόμους και αφού χαιρετίσω με «γεια σου» ή με «καλημέρα» όλον τον κόσμο, μετά να ρωτήσω για τη «Δέσπω».

Άρχισα να το ξεφυλλίζω. Το βιβλίο που με τόση προσοχή είχα τακτοποιήσει στην τσάντα μου το πρωί, πριν ξεκινήσει αυτό το ταξίδι. Το είχα βρει χρόνια πριν, στο σπίτι που μας είχε παραχωρηθεί για να μείνουμε όταν είχαμε μεταναστεύσει. «Το βιβλίο της Δέσπως» σε εκείνο το σπίτι που εγκαταλείφθηκε από τους ιδιοκτήτες του μετά τον πόλεμο, ήταν το μοναδικό πράγμα που δεν ήταν άξιο να λεηλατηθεί από τους κυνηγούς θησαυρού.

Eneken 43

Την πρώτη φορά που το άνοιξα, βρήκα το όνομά της που είχε γραφτεί σε κάθε σελίδα του με πολλή τέχνη. Από τότε, κάθε νύχτα πριν κοιμηθώ το κοίταζα και σκεφτόμουν επί ώρες την ιδιοκτήτριά του που μάλλον τη λέγανε «Δέσπω». Τη φανταζόμουν μελαχρινή με κυματιστά μαλλιά, στην ηλικία μου, με έξυπνο βλέμμα και γεμάτη αγάπη. Πίστευα ότι και σε αυτήν θα άρεσε να ονειρεύεται. Είχα κυκλώσει με καρδούλες κάθε σημείο του βιβλίου που έγραφε το όνομά της και δίπλα είχα γράψει και το δικό μου. Χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω πού και πώς, ονειρευόμουν πως θα συναντιόμασταν μια μέρα. Φανταζόμουν τη συγκίνηση και τη χαρά που θα ένιωθε όταν θα της έδινα το βιβλίο της και αισθανόμουν έκσταση και μόνο στη σκέψη αυτή. Μετά, θα μιλούσε η κάθε μία για τη ζωή της και θα γινόμασταν φίλες κολλητές.

Στη διάρκεια του δίωρου ταξιδιού μας από τα σύνορα μέχρι το χωριό μας, στο αμάξι ήμασταν μόνο εγώ 12χρονη κι η φίλη μου η Δέσπω. Της είπα πως χρόνια την έψαχνα και πόσο ήθελα να τη γνωρίσω από κοντά και να της δώσω το βιβλίο της.

«Σου έλειψαν το χωριό σου και τα παιδικά σου χρόνια;» με ρώτησε.

«Ναι, μου έλειψε πολύ το χωριό μου. Τα παιδικά μου χρόνια και μου έλειψαν και δεν μου έλειψαν» της απάντησα.

Ήθελα κι εγώ να της κάνω χίλιες ερωτήσεις, αλλά δεν έβγαινε η φωνή μου. Έλεγα στον εαυτό μου ότι πρέπει να της μιλήσω στα ελληνικά, όχι στα τουρκικά. Δεν μπορούσα όμως να της μιλήσω σε καμία γλώσσα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, η Δέσπω δεν ήταν δίπλα μου. Κρατούσα στα χέρια μου το βιβλίο, ακόμα ανοιχτό. Ήρθανε στον νου μου οι ημέρες που παίζαμε μαζί ελληνόπουλα και τουρκόπουλα, επί ώρες. Συνεννοούμασταν μια χαρά και ας μην ξέραμε ο ένας τη γλώσσα του αλλουνού. Στα χείλια μου σχηματίστηκε ένα πικρό χαμόγελο.

Μόλις συνήλθα από το όνειρο που έβλεπα, ρώτησα πόσο δρόμο είχαμε ακόμα.

«Είμαστε στο χωριό» μου είπανε. Κοίταξα γύρω μου. Δεν είδα ούτε ένα κτίριο, ούτε έναν δρόμο οικείο. Σκέφτηκα πως «Να τώρα, θα δούμε ένα νοσοκομείο». Ένας μαχαλάς με διώροφα σπίτια εμφανίστηκε. Είπα πως πιο πέρα θα είναι ένα γήπεδο. Ήταν όμως ένα τεράστιο κτήριο.

Η αδερφή μου σταμάτησε το αυτοκίνητο ακριβώς την ώρα που θα έλεγα: «Είμαστε σίγουροι ότι εδώ είναι το χωριό μας;». Κατέβηκα από το αμάξι και χωρίς να πω τίποτα στις αδερφές μου, άρχισα να περπατάω. Δεν υπήρχε συγκεκριμένη κατεύθυνση ούτε και δρόμος που ήθελα να πάω. Προσπαθούσα να κρύψω τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια μου για να μην τα δει κανείς. Το μόνο που ήθελα ήταν να περπατήσω και να χαθώ στα σοκάκια.

Είχα ιδρώσει από τη ζέστη αλλά συνέχιζα να περπατάω. Ήμουν δυστυχισμένη. Ένιωθα απογοητευμένη και προδομένη. Τα μάτια μου έψαχναν ένα δένδρο που θα μπορούσα να βρω καταφύγιο και να αναπνεύσω στη σκιά του. Κατευθύνθηκα στο πρώτο που είδα. Όσο πλησίαζα, μου ερχόταν μια πολύ γνώριμη μυρωδιά. Τα κλαδιά του σαν να μην ήταν πλέον κλαδιά, αλλά τα χέρια μιας μοσχοβολιστής μάνας που ήθελε να με αγκαλιάσει στοργικά. Εκείνη τη στιγμή είπα: «Ναι, αυτό είναι το δικό μου χωριό!».

Σταμάτησα να ξεκουραστώ και μετά άρχισα να τρέχω, χωρίς να νοιάζομαι προς τα πού. Σαν να ήξερα πως μόλις έστριβα θα εμφανιζόταν το δημοτικό μου. Και ναι, αυτή τη φορά δεν έκανα λάθος. Άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες τρέχοντας. Περίεργο! Δεν κουράστηκα, ενώ παλιά θυμάμαι πως σταματούσα τρεις και τέσσερις φορές. Και να τους! Οι φίλοι μου! Ήταν εκεί και έτρεχαν μαζί μου! Ακόμα και οι δάσκαλοί μου που δεν ζούσαν πια, ήταν και αυτοί εκεί… Σαν να μην είχαν περάσει 30 χρόνια. Ξαφνικά τα χέρια μου πόνεσαν, καθώς θυμήθηκα τη μέρα που μας ξυλοφόρτωσε ο δάσκαλος…

Άναψα ένα τσιγάρο και μετά ακόμα ένα… Και δεν ήθελα να φύγω από κει και ανυπομονούσα να δω το σπίτι μου. Για να φτάσουμε στο σπίτι, έπρεπε να σκαρφαλώσουμε έναν ανήφορο που τότε με κούραζε πολύ. Ενώ τώρα, αυτός ο δρόμος ούτε μακρύς, ούτε ανηφορικός, ούτε κουραστικός μού φάνηκε. Να το! Το σπίτι που γεννήθηκα, ήταν μπροστά μου! Το σπίτι που ερχόταν στα όνειρά μου κάθε νύχτα, εδώ και 30 χρόνια!

Οι τοίχοι του ήταν μισογκρεμισμένοι. Το ταβάνι σε κάποια σημεία είχε πέσει εντελώς. Τα συντρίμμια σχημάτιζαν στο πάτωμα, μια μουχλιασμένη, πολυκαιρισμένη στοίβα. Το σπίτι βρισκόταν σε μία κατάσταση σαν να ήταν μαλωμένο με τη ζωή. Περίμενε το θάνατο γιατί εγκαταλείφθηκε. Σαν να μην ήταν το δικό μας σπίτι. Το να βλέπω ότι είναι μονάχα λίγα βήματα οι αυλές που όταν ήμουν παιδί κουραζόμουν να τρέχω για να τις διασχίσω, μου δημιούργησε μία πολύ μεγάλη απογοήτευση. Θεέ μου! Πόσο είχαν μικρύνει τα πάντα! Ένιωθα σαν ένας γίγαντας στη χώρα των νάνων.

Θα ήταν καλύτερα αν έμεναν όπως ήταν στα όνειρά μου, άραγε; Έπρεπε να φύγω από κει… Το καλύτερο θα ήτανε να ξεχάσω το σήμερα και το εδώ και να αφήσω τα πάντα όπως στις αναμνήσεις μου. Όμως αν έφευγα, θα ήταν σαν να μην είχα πια σπίτι. Φοβόμουνα μη τυχόν αυτή η εικόνα εγκατασταθεί στη μνήμη μου! Θα την έβλεπα κάθε φορά που θα σκεφτόμουν το σπίτι όπου γεννήθηκα και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια! Παρόλα αυτά, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από εκεί.

Άρχισα να ψάχνω στα πατώματα. Κάτι. Μία ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να με πείσει ότι αυτό είναι το δικό μας σπίτι. Περπάτησα προς το δωμάτιο όπου κοιμόμασταν με τις αδερφές μου. Μύριζε σκόνη, μούχλα και ποντικοκούραδα. Φαινόταν από κάθε γωνιά ότι κανείς δεν είχε ζήσει εδώ για πολλά πολλά χρόνια. Στο πάτωμα υπήρχαν δεκάδες αντικείμενα που δεν μπορούσες να καταλάβεις τι είναι, επειδή εντελώς κατεστραμμένα.

Δεν είχα πει σε κανέναν ότι θέλω να ψάξω μία ανάμνηση τριάντα χρόνων. Αλλά ήθελα τόσο πολύ να μπορέσω να βρω κάτι! Ένα τόσο δα μικρό πράγμα από αυτά που είχαμε αφήσει φεύγοντας πίσω μας, με την ιδέα της βέβαιης επιστροφής. Αν μπορούσα να βρω ακόμα και μία μοναδική ανάμνηση από το παρελθόν μας, θα μπορούσα να συνεχίσω να νιώθω στο σπίτι μου για πάντα.

Τη στιγμή που είχα χάσει την ελπίδα μου και ετοιμαζόμουν να φύγω, κάπου σκάλωσε το πόδι μου. Ενώ προσπαθούσα να το βγάλω, την προσοχή μου τράβηξαν κάτι σημάδια στον τοίχο, εκεί που είχα ακουμπήσει το χέρι μου για να στηριχτώ. Όταν πλησίασα τα σημάδια, τα μάτια μου σκοτείνιασαν και τα πάντα θόλωσαν. Θεέ μου! Μπορεί να είναι η φαντασία μου; Εκείνη τη στιγμή δεν βρισκόμουν ούτε στο σήμερα ούτε στο τότε. Πάτησα το κουμπί της φωτογραφικής μηχανής και τράβηξα δεκάδες φωτογραφίες. ‘Ητανε οι ζωγραφιές και οι λέξεις που είχαμε φτιάξει στον τοίχο, μαζί με τις αδερφές μου, ακριβώς 35 χρόνια πριν. Ακόμα και η υπογραφή μου υπήρχε στο κάτω μέρος: «Νεβγκιούλ 1970».

Είχα βρει το σπίτι μου επιτέλους! Ξαφνικά όλη εκείνη η μυρωδιά σκόνης, βρώμας και μούχλας είχε φύγει· είχε γεμίσει το δωμάτιο με μυρωδιές από νάρκισσο και κυκλάμινο· είχαν στρωθεί στα κρεβάτια, κάτασπρα σεντόνια· είχαν αρχίσει να βράζουν μεγάλοι μπακιρένιοι τεντζερέδες, ρούχα στα καζάνια· είχαν μαζευτεί στην αυλή του σπιτιού όλα τα κορίτσια του μαχαλά για να παίξουν πεντόβολα και η γειτόνισσα είχε φανεί στην πόρτα με ένα πιάτο φακόρυζο στα χέρια της. Είχα βρει την παιδική μου ηλικία. Τώρα πια είχα και εγώ ζωγραφιές από τα παιδικά μου χρόνια.

Θα γράψω ένα βιβλίο μια μέρα και θα είναι αυτές οι ζωγραφιές εξώφυλλο.

Μετάφραση από τα τουρκικά: Lale Alatlı
Επιμέλεια: Αθηνά Κατσίβελη

Η Νεβγκιούλ Ντουμάν (Nevgül Duman) γεννήθηκε το 1962 στο χωριό Αυδήμου που υπάγεται στη Λεμεσό της Κύπρου όπου και έζησε μέχρι τα 12 της χρόνια. Το 1974 η οικογένειά της, μαζί με όλο το χωριό, αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στην Κυρήνεια της Βόρειας Κύπρου.
Έφυγε από την Κύπρο για σπουδές. Αποφοίτησε από τη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης. Επέστρεψε για επαγγελματικούς λόγους στην Κύπρο, όπου έμεινε 6 χρόνια. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Κωνσταντινούπολη και ασχολείται με τη λογοτεχνία και τη συγγραφή.

Orda Bir Köy Var Uzakta

2003 yılının 15 Temmuz’unda gün henüz aydınlanmadan uyanmış, ilk sevgili ile buluşmaya gider gibi özenle hazırlanmış, yıllardır dikkatle sakladığım “Despo’nun kitabını” çantama yerleştirmiş ve yola çıkmak üzere kardeşlerimin de uyanıp hazırlanmasını beklemeye başlamıştım. Saate kaç kez baktığımı hatırlamıyorum. Zaman bir türlü geçmek bilmiyordu. En sonunda herkesi kararlaştırmış olduğumuz saati beklemeden yola çıkmak üzere ikna etmeyi başarmıştım. Böylece sabahın yedisinde yola koyulduk.

Arabamız Beşparmak Dağları’nı aşıp Lefkoşa’ya doğru yaklaşırken özlem, heyecan, korku ve merak gibi karmakarışık duygular içerisindeydim. Biz adayı ikiye bölen sınıra ulaşıp da Türk ve Rum polisi tarafından çıkış ve giriş işlemlerimiz tamamlanırken, adı farklı bir alfabeyle yazılmış olsa bile, aslında aynı şehre gelebilmek için bunlara neden gerek olduğunu düşünüp durdum.

Sınırı geçer geçmez kendimi yeniden 12 yaşındaymış gibi hissetmeye başlamıştım. Gördüğüm her ağaca tırmanmak, her çeşmeye avucumu dayayıp kana kana su içmek, gördüğüm ilk bakkala girip çocukluğumun bisküvi ve dondurmalarından almak istiyordum. Bir de tüm sokakları dolaşmak, karşıma çıkan herkese “yia su”, “kalimera” dedikten sonra “Despo”yu sormak istiyordum.

Yola çıkmadan çantama özenle yerleştirdiğim kitabı çıkartarak sayfalarını karıştırmaya başladım. Yıllar önce, kuzeye göç ettiğimizde yaşamamız için bize tahsis edilen evde bulmuştum onu. Savaşın ardından sahiplerinin terk ettiği evde, ganimetçiler tarafından yağmalanmaya değer görülmeyen tek şeydi o kitap.

Kitabın sayfalarını karıştırırken her sayfasına özenle yazılmış bir isim fark etmiştim. O günden sonra her gece yatmadan önce saatlerce o kitaba bakar, adının “Despo” olduğunu tahmin ettiğim sahibini düşünürdüm. Benimle aynı yaşlarda, esmer, dalgalı saçlı, cin bakışlı ve sevgi dolu bir kız çocuğu olarak hayal ederdim onu. Onun da benim gibi hayal kurmayı sevdiğini düşünürdüm. Kitapta “Despo” yazan her yeri kalp içine almış yanına da kendi ismimi yazmıştım. Nerede ve nasıl olacağını tam olarak kestirememekle birlikte bir gün mutlaka karşılaşacağımızın hayalini kurar, kitabı ona verirken duyacağı heyecan ve mutluluğu hayal ederek heyecanlanırdım. Ona kitabını verdikten sonra birbirimize yaşadıklarımızı anlatacak ve çok iyi arkadaş olacaktık.

Sınırdan köyümüze ulaşana kadar geçen iki saatlik yolculuğumuz boyunca arabada yalnızca 12 yaşındaki ben ve arkadaşım Despo vardı. Yıllarca onu aradığımı, onunla tanışıp kitabını vermeyi ne kadar çok istediğimi anlattım.

“Köyünü ve çocukluğunu özledin mi?” diye sordu.

“Evet, köyümü çok özledim. Çocukluğumu ise hem özledim hem özlemedim,” diye cevapladım.

Ben de ona binlerce soru sormak istiyordum ama sesim çıkmıyordu. Türkçe değil Rumca sormalıyım diyordum kendi kendime ama her iki dilde de konuşamıyordum. Gözlerimi açtığımda Despo yanımda değildi ve kitap hâlâ elimdeydi. Çocukken, Türk ve Rum çocuklar birbirimizin dillerini bilmediğimiz halde saatlerce hep bir arada oyun oynadığımız ve anlaşabildiğimiz günler aklıma geldi ve dudaklarıma buruk bir tebessüm yerleşti.

Gördüğüm rüyanın etkisinden sıyrılır sıyrılmaz ne kadar yolumuz kaldığını sordum. “Köydeyiz,” dediler. Etrafıma bakındım ama aşina olduğum tek bir bina veya yol göremedim. Şimdi karşımıza bir hastane çıkacak, diyordum ama karşımıza iki katlı evlerden oluşan bir mahalle çıkıyordu. İleride futbol sahası olacaktı, diyordum ama onun olması gereken yerde de koca bir bina vardı.

Tam “Buranın bizim köyümüz olduğuna emin miyiz?”demek üzereydim ki kardeşim arabayı durdurdu. Arabadan indim ve kimsenin bir şey sormasına fırsat vermeden yürümeye başladım. Ne gitmek istediğim bir yön vardı ne de bulmak istediğim bir yol. Sadece yürümek ve sokaklarda kaybolmak istiyordum. Bir yandan da kimse görmesin diye gözlerimden süzülen yaşları saklamaya çalışıyordum.

Hava o kadar sıcaktı ki ter içinde kalmıştım ama yürümeye devam ediyordum. Mutsuzdum. Hayal kırıklığına ve ihanete uğramış gibi hissediyordum. Gözlerim gölgesine sığınıp soluklanacağım bir ağaç arıyordu. Gözüme kestirdiğim ilk ağaca doğru yürümeye başladım.

Ben ağaca yaklaştıkça ağacın olduğu yerden, çok uzaktan ama çok tanıdık bir koku gelmeye başladı. Ağacın dalları artık sadece ağaç dalı değil, beni bağrına basmak isteyen şefkatli ve mis kokulu bir annenin açılmış kollarıydı sanki. İşte o an “Evet,” dedim, “Bu benim köyüm”.

Soluklanmaktan vazgeçip yürümeye devam ettim. Hem köşeyi döndüğümde karşıma ne çıkacağını kestiremiyordum hem de nereye gittiğimi biliyor gibiydim. Bu çelişik ruh hali ile ilerlemeye devam ederken karşıma çocukluğumun en güzel anılarının geçtiği ilkokulum çıktı. Hemen koşar adım merdivenleri çıkmaya başladım. Hayret! Yorulmuyorum. Oysa bu merdivenleri çıkarken üç kere dinlendiğimi hatırlıyorum. İşte arkadaşlarım orada benimle birlikte koşuyorlardı. Artık hayatta olmayan öğretmenlerim bile oradaydı… Aradan 30 yıl geçmemişti sanki… Ellerim acıdı birdenbire, sıra dayağından geçtiğimiz günü hatırladığımda…

Bir sigara yakıyorum, sonra bir tane daha…. Hem oradan ayrılmak istemiyor hem de evimi görmek için sabırsızlanıyordum. Eve ulaşmak için bir yokuşu tırmanmak gerekiyordu ve o yokuş o zamanlar beni çok yoruyordu. Oysa şimdi, bu yol ne uzun ne dik ne de yorucu gelmişti. İşte, tam 30 yıldır her gece rüyalarıma giren doğduğum ev karşımda!

Duvarları yıkılmak üzere, tavanı yer yer çökmüş, köhne bir beton yığını duruyordu karşımda. Terk edildiği için hayata küsmüş, ölümü bekleyen bir hali vardı evin. Sanki bizim evimiz değildi. Çocukluğumda koşarken yorulduğum avlularda sadece birkaç adım atabildiğimi görmek bende büyük bir hayal kırıklığı yaratmıştı. Tanrım! Her şey ne kadar küçülmüştü. Kendimi cüceler ülkesindeki dev gibi hissediyordum.

Hayallerimdeki gibi kalsa daha mı iyi olurdu acaba? Gitmeliydim buradan! En iyisi bugünü ve burayı unutmak ve her şeyi anılarımdaki gibi bırakmak olacaktı. Ama gidersem artık bir evim olmayacaktı sanki. Doğduğum ve çocukluğumun geçtiği evi artık her düşlediğimde hafızama yerleşecek görüntünün bu olmasından korkuyordum ancak yine de oradan ayrılamıyordum.

Yerlerde bir şeyler aramaya başladım. Çocukluğumdan bir anı veya beni bu evin evimiz olduğuna inandıracak başka herhangi bir şey. Kardeşlerimle birlikte yattığım odaya doğru yürüdüm. İçerisi toz, küf ve fare pisliği kokuyordu. Yıllardır burada yaşanmadığı her halinden belliydi. Yerlerde çürüdüğü için ne olduğu anlaşılmayan onlarca nesne vardı.

Kimseye 30 yıl öncesinden bir anı aradığımı söylememiştim ancak bir şeyler bulabilmeyi o kadar çok istiyordum ki… Nasıl olsa geri döneceğiz düşüncesi ile giderken arkamızda bırakmış olduklarımızdan küçücük bir şey, geçmişimize ait tek bir hatıra bulabilsem kendimi sonsuza dek evimde hissetmeye devam edebilecektim.

Tam umudumu kaybetmiş gitmeye hazırlanırken ayağım takıldı. Ayağımı kurtarmaya çalışırken yaslandığım duvarda elimi koyduğum yerde bazı karartılar dikkatimi çekti. Daha yakından bakmamla birlikte bir anda gözlerim karardı ve her şey bulanıklaştı. Tanrım! Hayal görüyor olabilir miydim? O an ne bugüne aittim ne de 30 yıl öncesine. Deklanşöre basıp onlarca fotoğraf çektim. Tam 35 yıl önce kardeşlerimle birlikte duvara çizdiğimiz resimler ve yazılardı bunlar. Altında imzam bile vardı: “Bunu çizen Nevgül. Yıl 1970”.

Sonunda evime kavuşmuştum. Birdenbire tüm o toz, kir ve rutubet kokusu gitmiş; odaya nergis ve tavşankulağı kokuları doluşmuş; yataklara bembeyaz çarşaflar serilmiş; mutfakta büyük bakır tencereler, kazanlarda çamaşırlar kaynamaya başlamış; mahallenin tüm kız çocukları beştaş oynamak için evin avlusunda toplanmış ve yan komşumuz elinde bir tabak mercimekli pilavla kapıda belirmişti. Çocukluğuma kavuşmuştum. Artık benim de çocukluğuma ait resimlerim vardı.

Bir gün bir kitap yazacaktım ve o kitabın kapağında bu resimler olacaktı.

Nevgül Duman, 1962 yılında Kıbrıs’ın Limasol şehrine bağlı Evdim köyünde doğdu ve 12 yaşına kadar orada yaşadı. 1974 yılındaki savaş sonrası sınırların çizilmesi ile birlikte tüm köy halkı ile birlikte Kuzey Kıbrıs Girne bölgesine yerleştirildi.

Lise mezuniyetinden sonra üniversiteyi İstanbul’da tamamladı. İstanbul Üniversitesi İşletme Fakültesini bitirdikten sonra Girne Çatalköy’de yaşamakta olan ailesinin yanına dönerek 6 yıl Kıbrıs’ta kaldı. Bugün, hayatını sürdürdüğü İstanbul’da edebiyatla uğraşmaktadır.

İoannidis, Panos – Kıyafetler

Kıyafetler

Dördüncü kez kapı gürledi. Baba kız bakıştılar. Kız pencereye gitti. Sokaktaki ayak sesleri ve konuşmalar yoğunlaştı. Kapıyı vurmalar da. Dışarıdaki adam kapıyı omzuyla açmaya çalışıyor, tekmeliyordu; umudu kırılmıştı; pencereye doğru kaydı, önceden gelen diğer üçü gibi. Parmaklarının, boyası çıkmış panjurlara kenetlendiğini gördü; hoyratça ve boşuna çekiştiriyordu panjurları. Çekiştirmeyi bırakmadan alnını pencereye dayadı; suratları arasında sadece bir karış mesafe vardı; terden sırılsıklam olmuştu, koşmaktan göğsü hızla inip kalkıyordu; kız görür görmez, gözlerindeki yalvarışı okudu:

“Öldürüyorlar beni … İmdat!”

Kız geri çekildi. Onun penceredeki yerini ihtiyar aldı:

“Git! Domuz!” diye bağırdı tanımadığı adama. “İte bak, bir de yardım istiyor… Ödeme sırası şimdi sizde! Allah’la İsa hesaplaşsın!”

Ayak sesleri durdu. Sesler de. Bir “dur” sesi duyuldu ve her şey dindi. İhtiyar tekrar kızın yanında bekleyedurdu. Dışarıdaki yabancı yalvarıyordu:

“Yapma, lütfen… Silahsızım…”

Bir yaylım ateşi duyuldu, kız babasının kollarına saklandı, penceredeki gencin figürü yok oldu; yerini bir başkası, bu önceden üç kez daha gördükleri Türk komutanının eşkâli aldı.

“Dördüncü de gitti” diye duygusuz ve profesyonel sesi duyuldu. “Hemen şimdi! Sıra sonuncusunda. Buralarda bir yerde saklanıyor!”

Uzaklaşır uzaklaşmaz öfkeli ihtiyar kızın ellerini üzerinden attı. Kızın sol eli hızla aşağı indi, midesini tutmak için; diğer eliyle de gelen bulantıyı ağzına tıktı.

“Açım,” dedi kıza. “Yemeğimi istiyorum. Söyle bakayım, sen ne yaptığını sanıyorsun? Yirmi yıldır bu günü bekliyoruz! Allah’ın bize acıdığı bugün mü duygusallaşacağın tuttu? Dışarıdaki asker, asker değil; benden duy bunu; Allah’ın ta kendisi! O koşan, vuran ve cezalandıran da peygamber! Evet! O! Ete bürünerek üniforma giydi ve müminleri kurtarmaya, Girne’yi ve Kıbrıs’ı pisliklerden temizlemeye geldi!”

Duvardaki, kırmızı bayrakla çerçevelenmiş fotoğrafa baktı.

“Ağabeyinin katilini cezalandırsın,” diye ekledi ve öfkeyle odasına girdi.

Kız, adamın yatağa uzandığını ve arkasından neredeyse hemen kalktığını duydu; transistörlüyü yanına almak için bunu hep yapardı. Ulusal marşlarla duyurular yayınlanıyordu: “Kahraman ordumuz tüm cephelerde zaferle ilerliyor. Düşman geri çekilerek dağılıyor. Birkaç saat içerisinde yeşil adamız Akama’dan Maraş’a kadar tekrar özgür olacak. Türk barış kuvvetleri, Cunta darbesinin yok ettiği düzeni yeniden kurarak eşitlik ve demokrasi getirecek…”

Oturdu.

Yeni bir gürültü kızı yerinden sıçrattı. Hayır, olamaz! Hayalinin bir oyunu olmalıydı bu! Fakat hayal değildi. Kapı çalıyordu. Bir kez daha… Beşinci! Al işte, tekrar, bu sefer daha da ısrarla. Biraz çekindi, sonra parmak uçlarında yürüyüp sırtını tahtaya dayadı. “Çekil oradan” dedi ikinci kez babası. “Tahtaya ateş ederlerse seni de delip geçerler…” Bunu duyar duymaz geri çekildi. Ama şimdi değil. Şimdi… Vuruşlar yeniden canlandı.

“Kim o?” diye sordu kız, usulca.

“Çabuk! Lütfen…”

Birdenbire kesildi sesi. Sonra hıçkırık gibi çıktı:

“Andreas!”

Dışarıdaki adamın cesede doğru koşarak umutsuzca bağırdığı duyuldu: “Kardeşim…”

Kız kilidi açıp kapıyı biraz araladı, açık olduğunun fark edileceği kadar. Suçluluk hissiyle hemen kanepeye döndü. Orada uzaklardaki sessizlikten bir yaylım ateşi daha duyuldu. Aşağı mahalleden olmalıydı, belki de limandan. Adamın kalktığını gördü, galiba yine pencereye dönecekti… Ya da kapıya… Şimdi… Bir darbeyle kapı ardına kadar açıldı. Yabancı içeri daldı. Esmer, tıraşsız, ince uzun bir tip; kamuflaj cinsinden asker pantolonu giymiş, şık gece ayakkabıları, zamanında en kaliteli ipekten dikilmiş bir gömlek vardı üzerinde. Gömleğin sol kolu, koltuk altından itibaren koparılmış ve yeni yaralanmış kolun etrafına gelişigüzel sarılmıştı.

Adam ayağıyla kapıyı kapatırken kız onun silahsız olduğunu görerek rahatladı. Yabancı kararsız iki adımla salona doğru ilerledi, hâlâ zor nefes alıyor, konuşamıyordu. Kızı incelercesine bakan gözleri derin yeşildi, dalgalı saçları omuzlarına kadar iniyordu. O ana kadarki minnettarlık dolu bakışları bir anda sağdaki duvarda dondu kaldı; kırmızı bayrak ve ortasında elinde otomatik silahla, hakiler içinde, kibirli gözlere sahip bir adamın fotoğrafı…

“Türk evine mi düştüm?” diye kıza bakarak kekeledi.

“Defol,” dedi kız, adamın bakışında fark ettiği panikten dolayı çileden çıkarak.

“Gideceğim… Hemen…” diye fısıldadı adam ve kapıya doğru ilerledi; bir an duraksadı: “Çıkarsam öldürecekler”.

Yol kenarındaki ayak sesleri yine yoğunlaştı.

“Mehmetçik öldürmezse, seni ben öldürmek…”.

Bu, ihtiyarın sesiydi. Elinde hurda bir çift namluluyla sessizce salona gelmişti.

“Gidiyorum, hemen gidiyorum… Avludan mı çıkayım?”

“Hayır” diye cevap verdi kırık dökük Rumcasıyla baba. Kızına dönerek “Aç kapı,” dedi.

“Hayır… Lütfen… Neden?” diye yalvardı asker. “Size hemen gideceğimi söyledim”.

İhtiyarın parmağı tüfeğin tetiğine gitti.

Kız babasının kararlılığını görünce, sertçe yerinden sıçradı:

“Burada, içeride olmaz. Dışarı götür onu” dedi cırlak bir sesle. “Benim evimde olmaz!”

“Burada, oğlum da görsün” diye cevap verdi baba, “Cinayetinin intikamının tadını çıkarsın…”

Ve yabancıya dönerek dile getirilmemiş soruyu cevapladı:

“Çünkü seninkiler benim Kerim’ime acımamak! Ne üzüntüden ölen anneye, ne bana, ne de kızıma. Önce evimizden attılar, şimdi sadece fotoğraf kalmak, bayrak, göçmen dolaşmak kendi yerinde… Ne oldu, domuz? Hanım size ne yaptı? Neden Kerim’imi öldürdün? Sen! Sen öldürmek… Allah bunun için seni göndermek evime. Kerim’e Mansura’da yaptın, burada her şeyi ödedin…”

“Ben mi? Ama ben daha geçen gün askere alındım. Askerlik zorunlu! Öğrenciyim! Atina’dan tatile gelmiştim, benim bölüğümü göreve çağırdılar. Altmış yedide orta üçe gidiyordum…”.

“Rum askerde, beşikten öğrenir Türk öldürmeyi! Sinsi yılan erken çıkar yumurtadan. Dışarı! Kirletme evimi! Git de Mehmetçik öldürsün seni!”

Askeri kapıya doğru itti. Fakat asker bir geri hareketle salonun sonuna döndü. İhtiyarın gözünü kan bürüdü. Diziyle askerin yarasına vurdu. Adam çığlık atıp yere diz çöktü. Fakat hiç durmadan elle, ayakla ve tüfekle aynı noktayı hedefleyen darbeler daha sonra gelişigüzel devam etti. İhtiyar öfkeyle onu kapıya iterken asker sürünerek divanın arkasına büzüldü, yuttuğu boğuk çığlıklarla darbelere karşı koymaya çalışıyordu.

Kapı tekrar vuruldu, Türk komutandı, açmalarını emretti. İhtiyar nefesi kesilerek hareketsiz kaldı, kızına dönerek kapıyı açmasını işaret etti. Fakat kız babasını dinlemeye hiç hevesli görünmüyordu. İhtiyar homurdanarak sabırsızca kapıya doğru gitti.

Şimdiye kadar pencereden dört kez görmüş oldukları komutan elindeki otomatik silahla içeri daldı.

“Greko’yu gördünüz mü?” diye sordu babaya.

Sorusuna bir cevap almadan önce, donuk bakışları genç kadının üzerine kaydı.

“Allah gönderdi seni Mehmetçik…” dedi ihtiyar ve komutanın botlarının arasında diz çöküp alnını beyaz mermerin üzerine yapıştırdı.

“Baba, yapma…” diye sitem etti kız ve babasının kalkmasına yardım etmek, dinlemezse de zorla kaldırmak için eğildi. Ama ihtiyar yerinden kıpırdamıyordu.

Komutan bakışlarını kızdan ayırmıyordu. Kızın her hareketi, her kavisi çekiciliğini iyice vurguluyordu. Kendisini nedenini doğru düzgün bilmeden, isteği dışında gelmeye, öldürmeye ve ölmeye zorladıkları bu yerdeki bu güzelliğin bir benzerini hayatında görmemişti. Gemiden indiği andan beri sürekli çiğnediği haşhaş da, ilk defa onu uyuşturmak yerine uyarıyordu. Artık gözü, karşısında şehvetle sallanan bu dişi bedenden başka hiçbir şey görmüyordu, görmek istemiyordu; onu uyandıran arzuya teslim olmuş, kızın melodik sesinden başka bir şey duymuyordu. Babanın söylediği, bacaklarından yukarı doğru çıkan şekilsiz sözleri ayırt edemiyordu: “Tam zamanında geldin oğlum. Peygamberim! Ben sana Peygamberimiz diyeceğim! Buralara kadar gavurun yirmi yıl boyunca evinden kovduğu, işkence ettiği, kestiği halkını kurtarmaya geldin…”. Konuşan ihtiyar mıydı yoksa kız mıydı? Ne diyorlardı? Neden biraz olsun susmuyorlardı?

Kız geri çekildi; Komutanın bakışları yüzünden kızın bacakları tutmuyordu. Bacaklarını birbirine yapıştırıp eteğini mümkün olduğu kadar aşağı çekiştirerek divana oturdu.

“Türkiye’nin neresindensin?” diye sordu, babasını susturmak, sersemlemiş komutanı da kendine getirmek için. Zorlukla gülümsedi.

Ama o, ne kızın ne de ihtiyarın gevezeliklerini dinler görünüyordu. Gözleri, kızın huzursuzluk içinde kımıldayan boynuna ve göğüslerine takılmıştı.

“İçecek bir şeyler getireyim mi? Su? Karpuz?”

Komutan yine cevap vermedi. Babayı bir adımda aşarak kıza yaklaştı ve elini üzerine attı. Kız hızla geri çekilirken askerin parmakları daha ısrarcı, daha kaba oldu.

“Bırak beni, yapma! Baba!”

Kız kalkmaya çalıştı ama adam artık önünü kesmişti; kanepede kızın yanına kıvrılıp vücudunu kızınkine yapıştırdı. Dudakları ve sakalı, kızın yanaklarını, ensesini çiziyordu; daha sonra boynuna ve beceriksiz ve kontrolsüz hareketlerle soymaya çalıştığı göğsüne doğru ilerledi.

Gördükleri karşısında gözleri yerinden fırlamış ihtiyar, hâlâ dizlerinin üzerinde olduğu yerden, Peygamberi sandığı adamı izliyordu! Biraz önce hissettiği saygı, iyimserlik ve tüm huşu şiddetli bir acıyla öfke ve kedere dönüştü. İlerlemiş yaşına rağmen – yetmiş yaşındaydı – çözüldü, Anadolulunun üzerine atılıp onu şiddetle uzağa itti. Ama komutan iyice zıvanadan çıkmıştı, bir el hareketiyle ihtiyarı kenara iterek tekrar kızın üzerine atıldı ve haşin bir hareketle gömleğini yırttı. Kızın göğsü ve karnı, komutanın önünde ışıldadı. Arzudan canı yanıyordu; kolunu kızın beline doladı, kendine doğru çekti, çatlak dudaklarını kızın göğüslerine yapıştırdı. Eli kemerine gitti; ihtiyar tüm gücüyle üzerine abanıp sırtına bir tüfek darbesi indirdiğinde sabırsızca kemerini çözüyordu. İri kıyım Anadolulu bağırdı, lanet okudu, yarı çıplak ayağa kalktı, ihtiyarı boğmak için boğazını sıktı. Son anda fikrini değiştirip onu küçük bir bebek gibi havaya kaldırdı, sonra daha da yukarı ve birdenbire bacaklarının önüne bırakarak diz çöktürdü. İhtiyar kıvranarak yere düştü, iki büklüm oldu, engerek yılanı gibi silkindi. Ama tekmeler ve yumruklar, dışarıda, sokakta sesler ve emirler tekrar duyulana kadar acımasızca devam etti. Ciple gelip de sertçe onu çağıran başçavuştu:

“Komutan!”

Bıraktığında, ihtiyar kanlar içinde bir kitleye dönüşmüştü.

“Şimdi gidiyorum” dedi komutan kıza. “Bu akşam geri geleceğim. Beni bekle. Bu enkaza gelince, gönder onu buradan yoksa taşaklarını kökünden koparırım!”

Komutan çıktı. Baba kanlı kafasını kaldırıp kapıya tükürdü:

“İt oğlu it! Domuz!”

Daha sonra midesini tutarak tekrar iki büklüm odasına girdi. Kıza kalkmaya, yardım etmeye çalıştı ama beceremedi. Kız, divana çöküp, ağlamaya başladı. Aniden, birinin üzerine geldiğini hissetmişçesine durdu. Büzüldü. Yabancı gelmişti. Suçlu, yenik bir bakışla, sözlerle ve işaretlerle ona bir şeyler anlatmaya çalışıyordu:

“Yardım edemedim… erkekçe davranamadım” dedi. “Silahsızım ve yaralıyım. Dışarıda öldürülen benim kardeşimdi. Diğerleri de yoldaşlarım…”

“Git,” dedi ona. “Git!”

“Benim hakkımda yanlış düşünmeni istemem. Hayatımda hiç deminki kadar aşağılık hissetmedim kendimi, her şeyi duydum ama bir şey yapamadım… Beni affedebilecek misin?”

“Git, dedim”.

Kız babasının odasında dolap ve çekmecelerin açılıp kapandığını duydu. Valizler, bohçalar, giysiler, her türlü eşya, kâğıtlar, kutular ya oradan oraya sürükleniyor ya da yere atılıyordu. Sonra kapı tekrar açıldı. İhtiyar salona doğru iki adım attı, her iki elinde de birer kıyafet vardı: biri haki renkte, kemerli, silahlı bir asker üniforması ve şapka; diğeri ise kapkara, bir yaşlı Türk kadını kıyafetiydi: çorap, başörtüsü, peçe ve kaba ayakkabılar. Birdenbire askerin yüzüne hiç bakmadan eline tutuşturuverdi üniformayı.

“Onun üniformasını mı getirdin?” diye sordu kızı.

Kızın gözlerinin içine bakarak ikinci kıyafeti de kıza savurdu.

“Hava kararır kararmaz doğruca teyzene git, bostanlardan geç. Sakın ben çağırmadan dönme… Annenin eteğini ve takunyalarını giy, yanına para, yemek ve neye ihtiyacın varsa al ve yok ol… O itin icabına ben bakacağım”.

Tekrar odaya girip kapıyı kilitledi.

Ellerinde kıyafetlerle, taş kesilmiş gençler bakıştılar. Şimdi nefretten hiçbir iz yoktu ikisinde de. Kız çıplaklığını oğlanın bakışlarından saklamaya çalışmadan; oğlan da gözleriyle kızın vücudunu taciz etmeden. Sadece bakışarak susuyorlardı.

İçeriden, babasının odasından, zorlukla soluk aldığı duyuluyordu ve hıçkırıkların sarstığı uzanmış bedenin altındaki yatak gıcırdıyordu.

“Ne üniforması bu? Kardeşinin mi?”

“Ancak böyle kurtulursun, giy ve git!”

“Ne söyleyeceğimi bilemiyorum… ben deminki davranışım… ve şimdi…”

“Al, git. Seninkiler bir ahır ya da depo bırak!”

“Ben, nasıl teşekkür edeceğimi bilemiyorum… şey… bir şey sormak istiyorum… adın ne?”

“Gerek yok!”

“Benimki…”

“Söyleme!” diye sertçe çıkıştı. “İstemiyor… bir daha görmez… kurtulmayı başarırsan, Kerim’in bu kıyafeti seni kurtaracak, Kerim’in üniforması her zaman ayrılık getirir…”

“Sevim” diye kuru kuru fısıldadı boş sundurmaya. Daha sonra boğuk bir sesle kendi kendine sordu: “Sevim?”

Ağır ağır soyunarak kavisli, sevgiden mahrum vücudunu, zavallı rahmetli annesinin kıyafetine sarındı. Annesi on yıl önce Mansura’da, nefessizlikten, astımdan ve patlamada paramparça olmuş bedenini kıpkırmızı bir bayrağa sarıp da bir yumak halinde getirdikleri oğlunun kederinden ölmüştü. Boş duvardaki de, o bayraktı işte!

Annesinin el örmesi, kalın matem çoraplarını ve kaba ayakkabılarını, binlerce kez hayranlık belirten tezahürat, iç geçirmeler ve ıslıklara maruz kalmış bacaklarına – bedeninin hiçbir tarafına bu kadar çok tezahürat yapılmamıştı – geçirdi; ayakkabılardan biri aşınmıştı çünkü arteritten dolayı hayatının son on yılı boyunca bir ayağını hep sürümüştü annesi…

Siyah saçlarını, ıslanmış bal rengi gözlerini derinlere gömerek peçenin buruşuk tülünü örttü…

Gün battığında, panik ve kederle teyzesinin yazlık evine doğru hareket ederken birdenbire sol bacağının topalladığını, eklemlerinin istem dışı hareket ettiğini, ağrıdığını, astım ve öksürüğün göğsünü sıkıştırdığını hissetti.

Havanın kararmasını bekleyen diğer bir kişi de üzerinde kendisine verilen üniformayla terden sırılsıklam, kırk derece ateş ve titremelerle, Bufavento’ya giden patikayı bulmak üzere, saklandığı ahırdan çıkan yaralı askerdi. Kızı yeniden karşısında görünce “Annem!” dedi hiç düşünmeden, ne anlama geldiğini ve neden söylediğini bilmeden.

Kız bir an duraksadı, sessizce çocuğa baktı, titredi, soluğu tamamen kesildi, topallayarak yaklaştı ve genci cesaret ve sevgiye, umuda boğan o iki kelimeyi söyledi: “Kerim, agori (1)…” O da ne dediğini bilmeden…

(1) Agori: Yunancada ‘oğlum’ anlamında erkek çocuklara hitap şekli. Ç.N.

Görünmeyen taraf, 1979
Yunanca orijinalinden çeviren: Lale Alatlı

Panos İoannidis (Πάνος Ιωαννίδης) 1935 yılında Mağusa’da doğdu. ABD ve Kanada’da medya okudu. 1995 yılına kadar Kıbrıs Radyo Yayın Kurumu’nda (RİK) radyo ve televizyon programları müdürlüğü görevini yürüttü. Halen Kıbrıs PEN Yazarlar Derneği’nin başkanıdır. Birçok öykü, şiir, roman ve tiyatro eseri yayımlandı. Eserleri birçok yabancı dile çevrildi. Kıbrıs’ta ve yurtdışında birçok ödül aldı. 2007 yılında Kıbrıs’ın en büyük ödülü olan Edebiyat, Sanat ve Bilim Ödülü’ne layık görüldü.

ΠANOΣ IΩANNIΔHΣ

Oι στολές

Για τέταρτη φορά βρόντηξε η πόρτα. Kόρη και πατέρας κοιταχτήκανε. Eκείνη πήγε στο παράθυρο. Tα ποδοβολητά στον δρόμο κι οι φωνές είχαν πυκνώσει. Πυκνώσανε και τα κτυπήματα στην πόρτα. O άντρας έξω πάσχιζε να την παραβιάσει με τον ώμο, με τα πόδια· απελπίστηκε· σύρθηκε στο παράθυρο, όπως κι οι τρεις που προηγήθηκαν. Eίδε τα δάχτυλά του να γαντζώνονται στις ξεβαμμένες γρίλιες· τις τραβούσε άγρια και μάταια. Xωρίς να εγκαταλείψει την προσπάθεια ακούμπησε το μέτωπό του στο παράθυρο· μια σπιθαμή μονάχα χώριζε τα πρόσωπά τους· ήταν κάθιδρος, το στήθος του κυμάτιζε απ’ την τρεχάλα· στα μάτια του, μόλις την είδε, διάβασε την ικεσία:

«Mε σκοτώνουνε… Bοήθεια!»

H κόρη αποτραβήχτηκε. Tη θέση της στο παραθύρι πήρε ο γέρος:

«Kιτ! Nτομούς!» φώναξε στον άγνωστο. «Tώρα σκυλί ζητά βοήθεια… Tώρα σειρά σας να πλερώσετε… Aλλάχ να καθαρίσει με Xριστό λογαριασμό του…».

Tα ποδοβολητά σιμώσαν. Kι οι φωνές. Ένα «άλτ» κι όλα κοπάσανε. O γέρος ξαναγύρισε κοντά της περιμένοντας. Έξω ο άγνωστος παρακαλούσε:

«Mη, όχι… Eίμαι άοπλος…».

H ριπή που περιμένανε· η κόρη κρύφτηκε στα μπράτσα του πατέρα· η εφηβική φιγούρα στο παράθυρο ξεκόλλησε· τη διαδέχτηκε μια άλλη, του Tούρκου διμοιρίτη, του ίδιου που είδανε ακόμα τρεις φορές αυτό τ’ απόγευμα.

«Πάει κι ο τέταρτος» ακούστηκε, ψυχρή κι επαγγελματική, η φωνή του. «Γρήγορα για τον τελευταίο τώρα. Kάπου εδώ τριγύρω κρύβεται».

Mόλις απομακρύνθηκαν ο γέρος οργισμένος ξετύλιξε από πάνω του τα χέρια της. T’ αριστερό της έπεσε απότομα, να συγκρατήσει το στομάχι της· με τ’ άλλο σφράγισε την αναγούλα μες στο στόμα της.

«Πεινώ», της είπε. «Θέλω το φαΐ μου. Δε μου λες, τι παρασταίνεις; Eίκοσι χρόνια καρτερούμε αυτή τη μέρα! Kαι σήμερα που μας λυπήθηκε ο Aλλάχ σε πιάσαν οι ευαισθησίες σου; Aυτός ο στρατιώτης εκεί έξω δεν είναι στρατιώτης· μάθε το από μένα· είναι ο ίδιος ο Aλλάχ!… Aυτός που τρέχει και κτυπά και τιμωρεί, είν’ ο Προφήτης!… Nαι! Aυτός!… Φόρεσε σάρκα και στολή κι ήρθε να σώσει τους πιστούς, να καθαρίσει την Kερύνεια και την Kύπρο απ’ τους κοπρίτες…».

Kοίταξε τη φωτογραφία στον τοίχο, πλαισιωμένη απ’ την κόκκινη σημαία.

«Nα τιμωρήσει το φονιά του αδελφού σου», πρόσθεσε και μπήκε στον οντά του χολωμένος.

Tον άκουσε να πέφτει στο κρεβάτι του· ν’ ανασηκώνεται σχεδόν αμέσως, πάντα το ’κανε, να πάρει το τρανζίστορ του κοντά. Mετάδιδ’ εμβατήρια και ανακοινωθέντα: «O ηρωικός στρατός μας προελαύνει νικητής σ’ όλα τα μέτωπα. O εχθρός υποχωρεί και διαλύεται. Mέσα σε λίγες ώρες από τώρα το πράσινο νησί μας θα ’ν’ ελεύθερο και πάλι, απ’ τον Aκάμα ως τα Bαρώσια. Oι Tούρκοι ειρηνευτές θα επαναφέρουνε την τάξη που ανάτρεψε το Πραξικόπημα της Xούντας, θ’ αποκαταστήσουν την ισότητα και τη δημοκρατία…».

Kάθισε.

Ένας καινούργιος θόρυβος την έκανε ν’ αναπηδήσει. Όχι… Δεν ήταν δυνατό… H φαντασία την παράσερνε… Όμως δεν ήταν φαντασία… Ήτανε κτυπήματα στην πόρτα… Γι’ άλλη μια φορά… Tην πέμπτη! Nα, ξανά, πιο επίμονα. Δίστασε λίγο, έπειτα προχώρησε στις μύτες των ποδιών, ακούμπησε τη ράχη της στο ξύλο. «Tραβήξου από ’κει πέρα» της είχε πει τη δεύτερη φορά ο πατέρας. «Aν του ρίξουνε, θα ράψουνε και σένα…». Mόλις της το ’πε αποτραβήχτηκε. Mα όχι τώρα. Tώρα… Tα κτυπήματα επαναληφθήκανε.

«Ποιος είναι;» ρώτηξε σιγά.

«Γρήγορα, σε παρακαλώ…».

Διάκοψε απότομα. Mετά η φωνή του βγήκε σαν λυγμός:

«Aνδρέα!»

Tον άκουσε να τρέχει προς τον σκοτωμένο, τον φώναξε απελπισμένα «αδελφό του…».

Ξεκλείδωσε την πόρτα, την άνοιξε λιγάκι, όσο για να προσέξει πως ήταν ανοιχτή και γύρισ’ ένοχα, βιαστικά στον καναπέ. Aπό πέρα μακριά τη σιωπή ξέσκισε πάλι μια ριπή. Θα ’ταν από την κάτω γειτονιά, ίσως κι απ’ το λιμάνι. Eίδε τον άντρα να σηκώνεται, θα γύριζε ξανά στο παραθύρι… Ή στην πόρτα… Tώρα… Ένα κτύπημα κι η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Xώθηκε μέσα ο άγνωστος. Mελαχρινός, αξύριστος, ψηλόλιγνος, με παντελόνι στρατιωτικό, παραλλαγής, παπούτσια γόβες, βραδινά, πουκάμισο που πρέπει κάποτε να ήταν απ’ το πιο φίνο μετάξι. Tο αριστερό μανίκι του, ξεριζωμένο απ’ τη μασχάλη, ήτανε τυλιγμένο πρόχειρα στο μπράτσο, νωπά τραυματισμένο.

Kαθώς το πόδι του έκλεινε την πόρτα πρόσεξε μ’ ανακούφιση πως ήταν άοπλος. O άγνωστος προχώρησε στον ηλιακό, δυο βήματα αβέβαια, βαριανασαίνοντας ακόμα, μη μπορώντας να μιλήσει. Tα μάτια του, που την κοιτούσαν ερευνητικά, ήτανε πράσινο βαθύ και τα μαλλιά του πέφτανε κυματιστά ως τον ώμο. Tο βλέμμα του, ως τη στιγμή εκείνη γιομάτο ευγνωμοσύνη, πάγωσε ξαφνικά στον τοίχο δεξιά του· η κόκκινη σημαία· και στο κέντρο η φωτογραφία ενός άντρα ντυμένου στο χακκί, μ’ αυτόματο στο χέρι, με οίηση στα μάτια…

«Eίναι;… έπεσα σε Tούρκικο;» τραύλισε κοιτώντας την.

«Φύγε», είπ’ εξοργισμένη για τον πανικό που διάκρινε στο βλέμμα του.

«Θα φύγω… Aμέσως…», ψέλισε· προχώρησε στην πόρτα· κοντοστάθηκε: «Aν βγω θα με σκοτώσουν».

Tα ποδοβολητά στην άκρια του δρόμου πύκνωσαν ξανά.

«Aν δεν σκοτώσουν Mεχμετζίκ, εγώ σκοτώσει…».

Ήταν η φωνή του γέρου. Eίχε γλιστρήσει αθόρυβα στον ηλιακό μ’ ένα παμπάλαιο δίκαννο στο χέρι.

«Φεύγω, πηγαίνω αμέσως… Nα φύγω απ’ την αυλή;»

«Όι» απάντησε με τα σπασμένα Eλληνικά του ο πατέρας. Kαι γύρισε στην κόρη: «Άνοιξε πόρτα».

«Όχι… Παρακαλώ… Γιατί;» ικέτεψε ο φαντάρος. «Σας είπα, φεύγω αμέσως…».

Tο δάχτυλο του γέρου γύρεψε τη σκανδάλη.

H κόρη βλέποντάς τον αποφασισμένο, τινάχτηκε απάνω αγριεμένη:

«Όχι εδώ μέσα. Πάρ’ τον έξω», είπε στριγγά. «Όχι στο σπίτι μου…».

«Eδώ, να δει και γιος μου», απάντησε ο πατέρας, «χαρεί που εκδικήθηκα φονιάν του…».

Kαι γύρισε στον άγνωστο απαντώντας στην ερώτηση που δε διατυπώθηκε:

«Γιατί δικοί σου δε λυπήθηκε Kαρήμ μου! Oύτε μάνα του, που πέθανε μαράζι, ούτε μένα, ούτε κόρη μου. Πρώτα πετάξετε που σπίτι μας, τώρα κατάντησε κρατεί φωτογραφία, μπαϊράκι, γυρίζει πρόσφυγας σε τόπο του… Είντα ’φταιξε ντομούς; Είντα σου έφταιξε χανούμισσα; Γιατί να σκότωσες Kαρήμ μου; Eσύ! Eσύ να σκότωσες… Aλλάχ για τούτο πέμπει σήμερα σε σπίτι μου. Πλερώσεις εδώ μέσα όλα έκαμες Kαρήμ μου σε Mανσούρα…».

«Eγώ; Mα εγώ προχτές επιστρατεύτηκα… Στην επιστράτευση! Eίμαι φοιτητής! Ήρθα για διακοπές απ’ την Aθήνα, κάλεσαν την κλάση μου. Tο εξηνταεφτά πήγαινα τρίτη γυμνασίου…».

«Pωμιό στρατεύεται σκοτώνει Tούρκος από κούνια του. Ύπουλο φίδι από μέρα ξεπουλιάζει… Έξω!… Mη λερώσει μέσα σπίτι μου… Nα το σκοτώνει Mεχμετζίκ…».

Kι έσπρωξε προς την πόρτα τον φαντάρο. Mα εκείνος κάνοντας μεταβολή γύρισε πάλι προς το βάθος του ηλιακού. Σκοτείνιασε ο γέρος. Mε το γόνατο τον κτύπησε απάνω στην πληγή. O άντρας ούρλιαξε, γονάτισε στο πάτωμα. Mα τα κτυπήματα στο ίδιο σημείο κι έπειτα τυφλά, όπου έπεφτε το χέρι και το πόδι και το όπλο, συνεχίστηκαν. Έρποντας, αποφεύγοντας την πόρτα, όπου τον έσπτρωχνε η οργή του γέρου, ο άντρας κουβαριάστηκε πίσω απ’ το ντιβάνι και με μουγγές κραυγές, που τις κατάπνιγε, δεχόταν τα κτυπήματα.

H πόρτα ξανακτύπησε· ήταν ο Tούρκος διμοιρίτης· πρόσταξε ν’ ανοίξουν. O γέρος στάθηκε ακίνητος, ασθμαίνοντας· γύρεψε με το βλέμμα του την κόρη, της έγνεψε ν’ ανοίξει. Mα ’κείνη δεν φανέρωσε διόλου προθυμία να υπακούσει. Προχώρησε στην πόρτα ανυπόμονος ο ίδιος, μουρμουρίζοντας.

Όρμησε μέσα με τ’ αυτόματό του έτοιμο ο ίδιος διμοιρίτης, αυτός που είχανε δει ως τώρα τέσσερεις φορές απ’ το παράθυρο.

«Eίδατε το Γραικό;» ρώτησε τον πατέρα.

Πριν πάρει απάντηση το βλέμμα του, θολό, έπεσε κι έμεινε στη νέα γυναίκα.

«O Aλλάχ σε στέλλει Mεχμετζίκ μου…», είπε ο γέρος και γονάτισε ανάμεσα στις μπότες, με το μέτωπο ακουμπημένο στο άσπρο φαγωμένο μάρμαρο.

«Πατέρα, μη…», τον επιτίμησε η κόρη κι έσκυψε να τον βοηθήσει, ή αν τυχόν και δεν την άκουγε, για να τον αναγκάσει να σηκωθεί απάνω. Mα ο γέρος έγινε εκούσια ασήκωτος.

O διμοιρίτης δεν την έχανε απ’ το βλέμμα. Kάθε κυματισμός της, κάθε κάμψη, αποκάλυπτε ή τόνιζε τα θέλγητρά της. Tέτοια ομορφιά, σ’ αυτό τον τόπο, που τον ανάγκασαν να ’ρθει να σκοτωθεί και να σκοτώσει, χωρίς καλά-καλά να ξέρει το γιατί, χωρίς να θέλει, δεν ξανάδε. Kαι το χασίς που μάσαγε αδιάκοπα, απ’ τη στιγμή που αποβιβάστηκε απ’ το πλοίο, πρώτη φορά αντί να τον αποκοιμίζει τον ξυπνούσε… Tίποτα πια δεν έβλεπε, δεν ήθελε να βλέπει, παρά το θηλυκό αυτό κορμί που λικνιζότανε μπροστά του λάγνο, τίποτα δεν άκουγε, παραδωμένος μες στον πόθο που ξυπνούσε, παρά εκείνη την τραγουδιστή φωνή της· διόλου δεν ξεχώριζε τα λόγια του πατέρα, που παραμορφωμέν’ ανέβαιναν ανάμεσα στα σκέλια του: «Ήρθες στην ώρα παλληκάρι μου… Προφήτη μου… Eγώ Προφήτη μας σε λέω!… Που ’ρθες να λευτερώσεις τον λαό σου, που τον ξεσπίτωσε, τυράννησε, έσφαξε ο Γκιαούρ είκοσι χρόνια…». Ήτανε ο γέρος ή εκείνη που μιλούσε; Tι του λέγανε; Γιατί δε σώπαιναν και λίγο;

H κόρη υποχώρησε· το βλέμμα του στρατιώτη τής έκοβε τα πόδια. Kάθισε στο ντιβάνι με τις γάμπες της κλειστές, σφιχτά, τη φούστα τραβηγμένη ως κάτω-κάτω…

«Aπό ποιο μέρος της Tουρκίας είσαι;» ρώτησε, να διακόψει τον πατέρα, ν’ αποσπάσει τον παραζαλισμένο διμοιρίτη απ’ τις σκέψεις του. Kαι με προσπάθεια χαμογέλασε.

Mα ’κείνος δε φαινότανε διόλου να προσέχει ούτε αυτηνής ούτε του γέρου της τη φλυαρία. Tα μάτια του είχανε κολλήσει στο λαιμό της και στο στήθος της, που αναδευότανε συνέχεια μες στην ταραχή της.

«Nα φέρω αναψυχτικό; νερό, καρπούζι;»

Mα ο διμοιρίτης δεν απάντησε ούτε τώρα. Δρασκελώντας τον πατέρα σίμωσε κι άπλωσε το χέρι του απάνω της. Tραβήχτηκε απότομα εκείνη, μα τα δάχτυλα γινήκαν πιο αρπαχτικά, πιο βάναυσα.

«Άσε με, μη… Πατέρα…».

Δοκίμασε να σηκωθεί μα ο άντρας πια της έφραζε τον δρόμο· είχε διπλωθεί στον καναπέ κοντά της, κόλλησε το σώμα του απάνω στο δικό της. Tα χείλια και τα γένια του, έρποντας γδέρνανε τα μάγουλα, το σβέρκο, κινηθήκαν στον λαιμό της και στο στήθος της που προσπαθούσε να το ξεγυμνώσει μ’ άτσαλες, ανεξέλεγκτες κινήσεις.

Mε γουρλωμένα μάτια, μη πιστεύοντας στα μάτια του, ο γέρος παρακολουθούσε απ’ το πάτωμα, γονατιστός ακόμα μπρος σ’ εκείνον που τον πίστευε Προφήτη του! O σεβασμός, η ευφορία, όλο το δέος που ένοιωθε πριν λίγο, μ’ ένα βίαιο πόνο γίνηκαν οργή κι οδύνη. Aπότομα για την προχωρημένη ηλικία του, ήταν έβδομηντάρης, ξετυλίχτηκε, όρμησε τον ανατολίτη και τον σκούντηξε με δύναμη μακριά. Mα ο διμοιρίτης είχε ανάψει για καλά και κάνοντας με μια μονάχα κίνηση του μπράτσου του τον γέρο πέρα, έπεσε απάνω της ξανά και βίαια της ξέσχισε τη μπλούζα. Tο στήθος της γυναίκας κι η κοιλιά της άστραψαν μπροστά του. Πονούσε από πόθο· τύλιξε το μπράτσο του στη μέση της, την έσυρε κοντά του, έχωσε τα σκασμένα χείλια του στο στήθος της. Tο χέρι του κατέβηκε στη ζώνη του, την έλυνε με χέρια ανυπόμονα, όταν ο γέρος ζυγίζοντας απάνω του τον υποκόπανο τον κτύπησε με δύναμη στη ράχη. O μεγαλόσωμος ανατολίτης έσκουξε, βλαστήμησε, σηκώθηκε μισόγυμνος απάνω, τανάλιασε τον γέρο να τον πνίξει. Tην τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη, τον σήκωσε ψηλά, ακόμα πιο ψηλά, σαν βρέφος, τον γονάτιασε απότομα ανάμεσα στα σκέλια. Σφαδάζοντας ο γέρος έπεσε απ’ τα χέρια του στο πάτωμα, διπλώθηκε, τινάχτηκε σαν όχεντρα. Mα οι κλοτσιές και τα χτυπήματα συνεχιστήκανε ανάλγητα ως τη στιγμή που έξω στο στενό ξανακουστήκανε φωνές και παραγγέλματα. Ήταν ο επιλοχίας που έφθασε με τζίμπ και τον καλούσε άγρια: «Διμοιρίτη!…».

Όταν τον άφησε ο γέρος ήτανε μια μάζα ματωμένη.

«Tώρα πηγαίνω», είπε ο διμοιρίτης στην κοπέλα. «Θα ξαναρθώ απόψε. Nα με περιμένεις. Όσο για τούτη την πετσιά, διώχτην, να φύγει, αλλιώτικα θα του τα κόψω από τη ρίζα…».

Bγήκε. O πατέρας ανασήκωσε το ματωμένο του κεφάλι κι έφτυσε την πόρτα:

«Σκυλί της κοπριάς! Γουρούνι!»

Ύστερα διπλωμένος στο στομάχι σύρθηκε στ’ ονταδάκι του ξανά. H κόρη έκανε να σηκωθεί, να βοηθήσει, μα δεν μπόρεσε. Bούλιαξε μέσα στο ντιβάνι κι άρχισε το κλάμα. Kόπασε σαν ένοιωσε κάποιο να στέκεται απάνω της. Mαζεύτηκε. Ήταν ο άγνωστος. Mε βλέμμα ένοχο, ηττημένο, με λόγια και με νεύματα, πάσχιζε να της εξηγήσει:

«Δεν μπόρεσα να βοηθήσω… φέρθηκα άνανδρα», της είπε. «Eίμαι άοπλος και λαβωμένος. Eκεί έξω είναι σκοτωμένος ο αδελφός μου. Kι οι σύντροφοί μου…».

«Πήγαινε», του είπε. «Φύγε».

«Δεν θέλω να νομίσεις πως… ποτέ δεν ένοιωσα να εξευτελίζομαι όσο πριν, που άκουγα και δεν μπορούσα… θα με συγχωρέσεις;»

«Eίπα, φύγεις».

Mες στο δωμάτιο του πατέρα η κόρη άκουσε ν’ ανοιγοκλείνουνε ντουλάπια και συρτάρια. Bαλίτσες και μποξάδες, ρούχα, αντικείμενα κάθε λογής, χαρτιά, κουτιά, για ώρα σέρνονταν ή ρίχνονταν στο πάτωμα. Mετά η πόρτα άνοιξε ξανά. O γέρος έκανε δυο βήματα στον ηλιακό κρατώντας δυο στολές, μια στο κάθε χέρι: στρατιωτική, χακιά, με ζώνη και πιστόλι και πηλίκιο η μια· η δεύτερη, κατάμαυρη, μια φορεσιά γριάς τουρκάλας: κάλτσες, μαντίλα, φερετζές και χοντροπάπουτσα. Aπότομα, χωρίς διόλου να κοιτάξει τον φαντάρο κατά πρόσωπο, του πέταξε στα χέρια τη στολή.

«Tι έφερες στολή του;» τον ρώτησε η κόρη.

Kοιτώντας την κατάματα της πέταξε τη δεύτερη.

«Mόλις νυχτώσει πήγαινε στη θεία σου, μες απ’ τα περβόλια. Nα μην ξαναγυρίσεις προτού να σε καλέσω… Φόρεσε το φουστάνι και τα τσόκαρα της μάνας σου, πάρε λεφτά, φαΐ, ό,τι χρειάζεσαι και χάσου… Θα υποδεχτώ εγώ τον σκύλο».

Kαι κλειδώθηκε ξανά.

Oι νέοι, μαρμαρωμένοι, με τις στολές στα χέρια, κοιταχτήκανε. Xωρίς διόλου μίσος τώρα. Xωρίς εκείνη ν’ αποπειραθεί να κρύψει από το βλέμμα του τη γύμνια της· χωρίς εκείνος να παραβιάσει το κορμί της με τα μάτια του. Kοιτάγονταν στα μάτια και σωπαίνανε.

Aπό μέσα, απ’ το δωμάτιο του πατέρα, η ανάσα ακουγότανε βαριά και το κρεβάτι τριζοβόλαγε κάτω απ’ το πληγιασμένο του κορμί που το συγκλόνιζαν λυγμοί.

«Tι στολή είναι; του αδελφού σου;»

«Mόνο έτσι να γλυτώσεις, φόρεσε και πάαινε…».

«Δεν ξέρω τι να πω… εγώ προηγουμένως φέρθηκα… και τώρα…».

«Πάρε, πάαινε. Δικά σου πέταξε σε σταύλο, αποθήκη…».

«Δεν ξέρω πώς να ευχαριστήσω… είναι… θα ’θελα να σε ρωτήσω… τ’ όνομά σου…».

«Δε χρειάζεται…».

«Eμένα, το δικό μου…».

«Nα μην πεις», τον διάκοψε με ένταση. «Δεν θέλει… δεν θα ξαναδεί… αν καταφέρεις να γλυτώσεις, τούτη στολή Kαρήμ που θα σε σώσει, τούτη στολή Kαρήμ χωρίζει πάντα…».

«Σεβήμ», ψιθύρισε στεγνά στον άδειο ηλιακό. Mετά πιο αχνά, αναρωτήθηκε: «Σεβήμ;»

Γδύθηκε αργά και στο καμπυλωμένο, ανέραστο κορμί, τυλίχτηκε τα ρούχα της μακαρισμένης της μητέρας, της στερημένης, δύστυχης μητέρας, που πέθανε πριν δέκα χρόνια στη Mανσούρα, που πέθανε από πνιγμό, από άσθμα, από τον καημό για το αγόρι της που της το φέρανε κατακρεουργημένο απ’ την έκρηξη, κουβάρι τυλιγμένο σε σημαία κατακόκκινη… Eκείνη εκεί στον άδειο τοίχο…

Στις δυο χυτές της γάμπες, που άκουσαν επιφωνήματα χιλιάδες, και σφυρίγματα θαυμαστικά, αναστενάγματα, όσο κανένα άλλο μέλος του κορμιού της, πέρασε τις πλεχτές, χοντρές, πένθιμες κάλτσες, τα χοντροπάπουτσα της μάνας της· το ένα ήταν φαγωμένο γιατί έσερνε το πόδι τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της, κουτσουρεμένο απ’ την αρθρίτιδα…

Σήκωσε το τσαλακωμένο τούλι της καλύπτρας θάβοντας τα μαύρα της μαλλιά, τα μελισσιά της μάτια που είχαν υγραθεί…

Kινώντας σαν σουρούπιασε για το εξοχικό της θείας της με πανικό κι οδύνη ένοιωσε μεμιάς ολάκερο τ’ αριστερό της πόδι να κουτσαίνει, χωρίς να το θελήσει, όλες της τις κλειδώσεις να μην την υπακούνε, να πονάνε, το στήθος να το πνίγει το άσθμα και ο βήχας…

O πληγωμένος, που περίμενε κι αυτός να πέσ’ η νύχτα, κρυμμένος μες στον σταύλο, με σαράντα πυρετό και ρίγη, λουσμένος στον ιδρώτα, ντυμένος τη στολή που του ’χαν δώσει, βγαίνοντας για να πάρει το μονοπατάκι προς το Bουφαβέντο, μόλις την αντίκρισε της φώναξε «Aννέμ», μηχανικά, χωρίς να ξέρει τι σημαίνει, γιατί το ’πε…

Eκείνη κοντοστάθηκε, τον κοίταξε βουβή, τρεμούλιασε, της κόπηκε ολότελα η ανάσα, κουτσαίνοντας πλησίασε, «Kαρήμ, αγόρι…», δυο λεξούλες, που τον γιομίσανε κουράγιο και αγάπη, ελπίδα, δίχως και πάλι να γνωρίζει τι του είπε…

Danellis, Vasilis – Geldiğimde hazır ol

221B – 2 aylık polisiye dergi, S. 8, s. 16, 17

Geldiğimde hazır ol

            “Geldiğimde hazır ol,” demişti. “Hazır olmanı istiyorum. Anlıyor musun?” diye bağırmıştı.

            Evet, anlıyordum, ama içine ettiğimin motoru çalışmıyordu. Her şey planladığımız gibi gitmişti, yani o ana kadar. Söylediklerine başta hiçbirimiz inanmamıştık. Bu kadar parayı hangi akla hizmet fabrikada tutarlardı ki? Tamam, büyük bir tesisti. Tamam, ödeme günüydü ama işçilerin maaşını bu zamanda kim nakit öder ki?

            “Hayır, hayır! Bir bok anlamadınız!” diye bağırdı.

            İşçilerle bir ilgisi yoktu. Şirketle bile bir ilgisi yoktu. En azından yasal olan şirketle.

            Her neyse! Çok fazla şey bilmemize gerek yok, o beynimizdi. Çok şey biliyordu. Haklıydı. Her zaman. Diğer ikisi sadece kastı, bense şoför.

            İşim onları fabrikanın dışında beklemekti. Ne çok yakında, ne de çok uzakta. İşleri uzun sürmeyecekti. Dikkat çekmemeliydim. Onlar çıkarken arabayla kapıya gidecektim, arabaya bindiklerinde de oradan uzaklaşacaktık. Birkaç kilometre uzaktaki bir park alanında, bizi ikinci bir araç bekliyor olacaktı. Araba değiştirip sınırı geçecektik. Yapmamız gereken sadece buydu. Basit ve net. Tıpkı eski, esaslı, kovalamaca filmlerinde olduğu gibi.

            Tek sorun, bu iş için seçtiği arabanın külüstür olmasıydı.

            “Dikkat çekmememiz lazım,” demişti.

            İtiraz edecek oldum. Fazla sert çıkmamıştım, bu karakterimde yoktu. O ise farklıydı. Bağırıp yüzüme savurmuştu emirlerini, salyalarıyla beraber…

            “Geldiğimde hazır ol, yeter. Anlıyor musun?” diye sormuştu.

            Evet, anlıyordum. Ama motor bir türlü çalışmıyordu.

            Silahları duydum. Anahtarı çevirdim. Motor homurdandı. Can çekişme hırıltısı gibi bir ses.

            Ellerinde valizle çıktılar. Anahtarı tekrar çevirdim. Bana mısın demedi.

            “Hazır ol,” demişti.

            Hazır olmaya çalıştım. Ama araba tam bir külüstürdü.

            O anda her şey daha da beter bir hal aldı. Bir polis arabası yaklaştı. Bu büyük bir şanssızlıktı! Polisler kahvelerini fırlatıp silahlarını çıkardı.

            Anahtarı çevirdim. Tekrar tekrar. Tüm dikkatimi bu işe verdiğimden, olup biteni gerçekten görmedim. Motor çalışmaya başlayınc başımı kaldırıp etrafa baktım, herkes yerde yatıyordu. Ölmüşlerdi.

            Vay canına, amma katliam olmuş be! Lanet olası külüstür! Lanet!

            O ise hâlâ canlıydı. Canlı ama yaralı. Gaza bastım. Lastikler asfaltta acı bir çığlık attı. Yanında durdum. Valiz elindeydi. Dışarı çıkıp, onu arabaya bindirmeye çalıştım.

            Özel güvenlik görevlisini hemen fark edememiştim. Uzun boylu, sakallı, gözlüklüydü. Kalçasından vurulmuştu. Bize yaklaşırken sol bacağını sürüklüyordu. Silahı sağ elindeydi. Ateş etti. Iskaladı. Tekrar ateş etti. Beni vurunca ortağım da onu vurdu, arkasından her ikisi de öldü.

            Ne korkunç! Gerektiğinde hazır olsaydım… Hepsi benim hatamdı. Fakat lanet motor çalışmak bilmemişti. Çalışmamıştı işte!

            Valizi kaptım. Yan koltuğa atıp oradan ayrıldım. Planladığımız şekilde araba değiştirdim. Paraları bagaja koydum. Anahtarı çevirdim. İlk seferde çalıştı. Eğer bu arabayla… Lanet! Olan oldu. Bitti. Artık yapabileceğim tek şey kaçmaktı.

            Polise yakalanmamak için otobandan uzak durmalıydım. Dağlara yöneldim. Dar, virajlı yollara sis oturmuştu. Yol bitmek bilmiyordu. Yol herhalde iki saatten fazla sürmemişti ama bana bitmek bilmeyen günler gibi geldi. Kaybettiğim kanla beraber zihnim de bulanıklaşıyordu. Zaman da gökyüzü gibi sise boğulmuştu. Güneş karardı; sonra tekrar hastalıklı ışınlarını gösterdi; arkasından da karanlık, ışığı öldürdü. Her şey o kadar karmaşıktı ki.

            O ana kadar uyanık kalabilmiş olmam bir mucizeydi. Hatta arabayı yolda tutmayı bile becermiştim. Daha fazla devam edemezdim. Yaramı temizleyip dinlenecek bir yer bulmalıydım. Etrafımda ağaçtan başka bir şey yoktu. Her şeyden vazgeçmek üzereydim.

            Tamam, buraya kadar diye düşündüm. Ölme vakti gelmişti.

            Galiba önce çığlığını duydum, sonra kendisini gördüm. Atmaca arabanın ön camına doğru uçarak, beni fren yapmak zorunda bıraktı. Kurdu o zaman fark ettim. Büyük, boz bir kurt. Yolun ortasında durmuş, bana bakıyordu. Gözleri sisin içinde parlıyordu.

            Onu takip ettiğimden emin olmak için bekledi. Sonra ormanın içindeki bir patikada ilerlemeye başladı. Arabanın sığabileceği kadar geniş, engebesiz bir yoldu. Bu düşünce aklıma nasıl yerleşti bilmiyorum ama kurdun beni bir yere götürdüğüne inandım. Ne mantıksız bir düşünce. Evet ama elimde olan mantıklı tek seçenek buydu. Daha fazla devam edemezdim, hayvana güvenmeliydim.

            Tepeye vardık. O yükseklikte gökyüzü açıktı. Ayaklarımın altında uzanan vadi kalın bir sisle kaplıydı. Açıklık bir alana vardıktan sonra kendimi terk edilmiş bir köyde buldum. Arabayı durdurup dışarı çıktım. Tavanları çökmüş, duvarları yıkılmış birkaç çiftlik evi ve bir kilise kalıntısı.

            Kurt ortadan kaybolmuştu. Atmaca da etrafta görünmüyordu. Ama yalnız değildim. Başka iki kurt çıkmıştı ormandan, bu seferkiler siyahtı. Boz olan gibi dost canlısı görünmüyorlardı. Kan kokusunu alıp ziyafete gelmiş olmalıydılar. Yavaş adımlarla yaklaştılar. Biri yalandı, diğeri dişlerini gösterdi. Keskin, beyaz dişler.

            İkinci defa ölümün eşiğine geldiğimi düşündüm. Ama ikinci defa yanılıyordum. Kader, ağlarını gizemli bir şekilde örer. Bana inan dostum, bunu gerçekten iyi biliyorum.

            Atmaca bir çığlık atarak yeniden belirdi. Boz koruyucum da ormanın içinden çıkarak kara kurtlardan birinin üzerine atıldı. Yırtıcı kuş üzerimizde daireler çiziyordu.

            Hayvanlar öfkeyle birbirlerine saldırdı. Koruyucum tek başına olmasına rağmen cesurca mücadele etti. En sonunda kara kurtlar, av için başka tarafa gitmeye ikna oldular. Mücadelenin galibi, rakiplerinin ağaçların arasından kaybolmasını seyretti. Beni korumanın karşılığında ödemiş olduğu bedel ağırdı. Boz kürkü kana bulanmış, yüzü parçalanmış, bir bacağı sakatlanmıştı.

            Atmaca bir çığlıkla ileri atıldı. Yaralı kurt da onu takip ediyordu. Ben de arkalarından ilerledim. Beni daha yüksekte başka bir açık alana götürdüler. Tam ortada tek başına bir ıhlamur ağacı vardı. Gümüş renkli yaprakları ve dev gölgesiyle yüksek bir ıhlamur ağacı. Ihlamurun gölgesinde de bir ev vardı.

            Kapısı açıldı. Bir kadın çıktı. Uzun, kızıl saçlı bir kadın. Saçları o kadar uzun ve o kadar kızıldı ki, vücudunu alevler sarmış gibi görünüyordu.

            Atmacayla kurt, kadının yanına koştular.

            “Hoş geldiniz, nerede kaldınız?” dedi kadın.

            Kuş, kadının omzuna oturdu, kurt ise ellerini yaladı.

            “Zavallım! Zor bir gün geçirmiş olmalısın,” dedi kurda.

        O anda bakışlarını yukarı doğrulttuğunda beni fark etti. Beni ilk kez görmesine rağmen çok iyi tanıdığını hissettim.

            “Sen de yaralısın, yabancı!”

            Yarama götürdüm elimi.

            “Ona güvenme,” dedi kafamın içinden bir ses. “O büyücü”.

            Gözleri, o lacivert gözleri, beni şimdiden büyülemişti bile.

            Akşam için kalacak bir yere ihtiyacım olduğunu söyledim. Ertesi sabah şafak sökmeden yola çıkacaktım.

            “Verecek paran var mı, yabancı?” dedi.

            Misafirperverliğini karşılamaya yetecek kadar vardı. Kadın gülümsedi.

            Ev, eski mobilyalar ve baş döndürücü kokular saçan bitkilerle doluydu.

            Beni dinlenmem için bir yatağa yatırdı. Bitkindim ve ateşim vardı. Sonra saçlarını, beyaz kardelen şeklindeki gümüş bir tokayla atkuyruğu yaptı.

            Gömleğimi çıkardı. Yaramı suyla temizledikten sonra yağla pansuman yaptı. Fabrikadaki soygundan bahsetti. Neden bahsettiğini bilmiyormuş gibi yaptım.

            Toprak bir sürahide getirdiği şaraptan bir bardağa koyup sıvı bir şeyle birkaç yaprak ekleyip bana uzattı. Ne olduğunu sordum.

            “İç,” dedi. “İyi gelecek.”

            İçtim, gerçekten de iyiydi.  Başım hafifledi, ağrım ise tatlı bir hal alarak neredeyse zevk verici oldu.

            Başka şeyler de söyledi ama sözleri düşüncelerim, arzularım ve rüyalarıma karıştı. Parmak uçları göğsümü yaktı, dudakları karnımı alevlendirdi ve üzerime doğru gelip de saçlarını çözdüğünde bütün bedenimi ateşe verdi. Kendimi kaybettim.

            Kendime geldiğimde dayanılmaz bir susuzluk içindeydim. Ne kadar zamandır orada olduğumu kestiremiyordum. Ev boştu, toprak sürahi kuru, mobilyalar tozla örtülü ve kokular ise uçup gitmişti.

            Yaram iyiydi. Neredeyse geçmişti. Duyduğum o tatlı acının hatırası ve dokunuşları hâlâ bedenimde geziyordu. İçtiğim şarabın ve verdiği öpücüğün tadı hâlâ ağzımdaydı.

            Bunların ne kadarı gerçekti? Yoksa yüksek ateşten dolayı, hepsi benim hayal ürünüm müydü acaba?

            Giyindim. Elbiselerimin arasında o gümüş tokayı buldum. Saçlarının kızıl alevlerini tutan kar tanesini.

            Tepeyi inip arabaya ulaştım. Bagajı açtım. Bomboştu. Valiz yok olmuştu.

            Yine yollara düştüm. Daha ne kadar acaba? Günler, haftalar ya da yıllar mı sürecek? Kim bilir? Kimin umurunda?

            Para peşinde değilim. Özlemini çektiğim şey, verdiği şarap ve öpücük. Arabayla ormanın etrafından geçerken gökyüzüne bakıyorum. Ağaçların arasına bakıyorum. Gelip de beni yeniden onun yanına götürmeleri için atmacayla kurdu bekliyorum.

            Şansım yok. Şimdilik.

Son

Yunanca aslından çeviren: Lale Alatlı

Vassilis Danellis (Βασίλης Δανέλλης) 1982’de Atina’da doğdu, 2009’den beri İstanbul’da yaşıyor. Danellis lisans eğitimini Atina Panteion Üniversitesi’nde Uluslararası ve Avrupa Meseleleri, yüksek lisansını da İngiltere’de Lancester Üniversitesi’nde Mücadele Azmi konuları üzerine çalışarak tamamladı.12 yıldır gazetede ve dergide gazetecilik yapıyor ve Yunan radyosunda çalışıyor.
Yazar aynı zamanda Deutsche Welle, ARTE ve NPR gibi uluslararası medya alanına da katkı sundu. Mavri Mpira (Black Beer, 2011) ve Livadia apo asfodili (Asphodel Meadows, 2014) isimli iki roman yayınladı. Bunların yanı sıra kolektif olarak hazırlanmış çalışmalarda kısa öyküleri yer aldı. Vassilis Danellis Yunanistan Polisiye Edebiyatı Yazarları Kulübü’nün (ELSAL) kurucu üyeleri arasındadır.

Βασίλης Δανέλλης

Θέλω να ‘σαι έτοιμος όταν έρθω

 «Να ‘σαι έτοιμος, όταν έρθω», είχε πει. «Θέλω να ‘σαι έτοιμος. Καταλαβαίνεις;» είχε φωνάξει.

Ναι, καταλάβαινα. Αλλά η γαμημένη η μηχανή δεν έπαιρνε μπρος.

Όλα είχαν πάει σύμφωνα με το σχέδιο, μέχρι εκείνη την στιγμή φυσικά, έστω κι αν κανείς μας δεν το πίστευε στην αρχή. Γιατί στην ευχή να κρατάνε τόσα λεφτά στο εργοστάσιο; Εντάξει, ήταν μεγάλο. Εντάξει, ήταν μέρα πληρωμής, αλλά ποιος πληρώνει τους εργάτες με μετρητά σήμερα;

«Όχι, όχι! Δεν καταλάβατε Χριστό!» ούρλιαξε.

Δεν είχε σχέση με τους εργάτες. Δεν είχε σχέση με την εταιρεία καν. Την νόμιμη τουλάχιστον.

Τέλος πάντων! Δεν χρειαζόταν να ξέρουμε πολλά. Εκείνος ήταν ο εγκέφαλος. Ήξερε πράγματα. Είχε δίκιο. Πάντα. Οι άλλοι δύο ήταν μόνο μυς. Εγώ ήμουν ο οδηγός.

Η δουλειά μου ήταν να τους περιμένω έξω από το εργοστάσιο. Όχι πολύ κοντά, όχι πολύ μακριά. Θα τους έπαιρνε λίγη ώρα. Δεν έπρεπε να τραβήξω την προσοχή πάνω μου. Όταν θα έβγαιναν, θα έφερνα το αυτοκίνητο μπροστά στην είσοδο, θα έμπαιναν μέσα και θα μας έπαιρνα από ‘κει. Ένα δεύτερο όχημα μας περίμενε σ’ ένα πάρκινγκ μερικά χιλιόμετρα μακριά. Θα αλλάζαμε τα αυτοκίνητα και θα περνούσαμε τα σύνορα. Αυτό ήταν όλο. Απλό και ξεκάθαρο. Σαν παλιά καλή ταινία καταδίωξης.

Το μόνο πρόβλημα ήταν πως είχε διαλέξει ένα σαράβαλο για την δουλειά.

«Πρέπει να περάσουμε απαρατήρητοι», είχε πει.

Διαμαρτυρήθηκα. Όχι έντονα, δεν είναι του χαρακτήρα μου. Εκείνος ήταν αλλιώς. Είχε φωνάξει κι είχε φτύσει στα μούτρα μου. Εντολές. Και σάλια.

«Απλώς να ‘σαι έτοιμος όταν έρθω. Καταλαβαίνεις;» είχε ρωτήσει.

Ναι, καταλάβαινα. Αλλά η γαμημένη η μηχανή δεν έλεγε να πάρει μπρος.

Άκουσα τους πυροβολισμούς. Έστριψα το κλειδί. Η μηχανή μούγγρισε. Ένας ήχος σαν επιθανάτιος ρόγχος.

Βγήκαν με την βαλίτσα. Έστριψα το κλειδί ξανά. Τίποτα.

«Να ‘σαι έτοιμος», είχε πει.

Προσπάθησα. Το αυτοκίνητο ήταν σαράβαλο.

Τότε τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα. Πέρασε ένα περιπολικό. Μεγάλη ατυχία! Οι μπάτσοι πέταξαν τους καφέδες κι έβγαλαν τα όπλα τους.

Γύρισα το κλειδί στην μηχανή. Ξανά και ξανά. Όλη μου η προσοχή ήταν εκεί και δεν είδα στ’ αλήθεια τι έγινε. Όταν η μηχανή πήρε επιτέλους μπρος, σήκωσα τα μάτια μου κι όλοι ήταν κάτω. Νεκροί.

Τι μακελειό! Γαμημένο σαράβαλο! Γαμημένο!

Εκείνος, όμως, ήταν ακόμα ζωντανός. Τραυματισμένος, αλλά ζωντανός. Πάτησα το γκάζι. Τα ελαστικά στρίγκλισαν στην άσφαλτο. Σταμάτησα δίπλα του. Είχε την βαλίτσα στο χέρι του. Βγήκα έξω και προσπάθησα να τον βοηθήσω να μπει στο αυτοκίνητο.

Δεν πρόσεξα αμέσως τον άντρα της ασφάλειας. Ψηλός, μουσάτος, με γυαλιά. Είχε δεχτεί μια σφαίρα στον γοφό. Έσερνε το αριστερό πόδι του καθώς μας πλησίαζε. Κρατούσε το όπλο στο δεξί του χέρι. Πυροβόλησε. Αστόχησε. Πυροβόλησε ξανά. Με πέτυχε. Ο συνεργάτης μου τον σκότωσε. Μετά πέθανε κι εκείνος.

Τι χάλι! Αν ήμουν έτοιμος όταν έπρεπε… Όλα ήταν δικό μου λάθος. Αλλά η γαμημένη η μηχανή δεν έλεγε να πάρει μπρος. Δεν έπαιρνε μπρος.

Άρπαξα την βαλίτσα. Την έριξα στο διπλανό κάθισμα και έφυγα. Άλλαξα τα οχήματα σύμφωνα με το πλάνο. Έβαλα τα λεφτά στο πορτ μπαγκάζ. Γύρισα το κλειδί στην μηχανή. Πήρε μπρος με την μία. Αν είχα… Γάμα το! Πάει, τέλειωσε. Τώρα, το μόνο που είχα να κάνω, ήταν να ξεφύγω.

Δεν μπορούσα να πάρω την εθνική, αν ήθελα να αποφύγω την αστυνομία. Κατευθύνθηκα στα βουνά. Στενοί, στριφογυριστοί δρόμοι, καλυμμένοι μ’ ομίχλη. Ο δρόμος ήταν ατέλειωτος. Μάλλον δεν ταξίδεψα πάνω από μερικές ώρες, αλλά νόμισα πως πέρασαν μέρες ολόκληρες. Όσο έχανα αίμα, έχανα και την διαύγειά μου. Ο χρόνος έγινε το ίδιο ομιχλώδης με τον ουρανό. Ο ήλιος σκοτείνιασε, ύστερα έριξε πάλι τις καχεκτικές ηλιαχτίδες του κι έπειτα το σκοτάδι σκότωσε το φως ξανά. Ήταν όλα τόσο μπερδεμένα.

Ήταν θαύμα που κρατήθηκα ξύπνιος. Ακόμα μεγαλύτερο ότι κράτησα το αυτοκίνητο πάνω στον δρόμο. Δεν μπορούσα να συνεχίσω. Έπρεπε να φροντίσω την πληγή μου και να βρω ένα μέρος να ξαποστάσω. Δεν υπήρχε τίποτα τριγύρω παρά μόνο δέντρα. Ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω.

«Καλά ήταν ως εδώ», σκέφτηκα, «ώρα να πεθάνω».

Φαντάζομαι πρώτα άκουσα την κραυγή του και μετά το είδα. Το γεράκι πέταξε μπροστά στο παρμπρίζ μου και με ανάγκασε να πατήσω φρένο. Τότε μόνο πρόσεξα τον λύκο. Έναν μεγάλο γκρίζο λύκο. Στεκόταν στην μέση του δρόμου και με κοιτούσε. Τα μάτια του γυάλιζαν μέσα στην ομίχλη.

Περίμενε να σιγουρευτεί ότι τον παρακολουθούσα. Έπειτα προχώρησε σε ένα μονοπάτι μέσα στο δάσος. Ήταν αρκετά πλατύ κι ομαλό για να περάσει το αυτοκίνητο. Δεν ήξερα πως μου καρφώθηκε αυτή η ιδέα, αλλά πίστεψα ότι ο λύκος με οδηγούσε κάπου. Τι παράλογη σκέψη! Κι όμως, η μόνη λογική επιλογή που είχα. Δεν μπορούσα να συνεχίσω άλλο, έπρεπε να εμπιστευτώ το ζώο.

Ανέβηκα τον λόφο. Σ’ εκείνο το ύψος ο ουρανός καθάρισε. Η κοιλάδα κάτω από τα πόδια μου ήταν σκεπασμένη με ένα παχύ στρώμα ομίχλης. Έφτασα σ’ ένα ξέφωτο και βρέθηκα σ’ ένα παλιό, εγκαταλειμμένο χωριό. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και βγήκα έξω. Τρεις τέσσερις φάρμες, με γκρεμισμένες οροφές και τοίχους, και τα ερείπια μιας εκκλησίας.

Ο λύκος είχε εξαφανιστεί. Το γεράκι δεν ήταν τριγύρω. Δεν ήμουν μόνος όμως. Δυο άλλοι λύκοι, μαύροι αυτή την φορά, είχαν βγει απ’ το δάσος. Δεν έμοιαζαν φιλικοί σαν τον γκρίζο. Είχαν μυρίσει αίμα κι ήρθαν για φαγοπότι. Πλησίασαν με αργά βήματα. Ο ένας έγλειψε την μουσούδα του. Ο άλλος έδειξε τα δόντια του. Λευκά, κοφτερά δόντια.

Για δεύτερη φορά νόμισα πως ήμουν τελειωμένος. Για δεύτερη φορά ήμουν λάθος. Οι μοίρες γνέθουν τα νήματά τους με μυστήριο τρόπο. Πίστεψε με, το ξέρω καλά.

Το γεράκι εμφανίστηκε κι έβγαλε μια κραυγή. Ο γκρίζος φύλακάς μου εμφανίστηκε από το δάσος και όρμησε στο σινάφι του. Το αρπακτικό πετούσε σε κύκλους πάνω από τα κεφάλια μας.

Τα ζώα επιτέθηκαν με ορμή το ένα στο άλλο. Ο προστάτης μου πάλεψε γενναία παρά το αριθμητικό μειονέκτημα. Τελικά, οι μαύροι λύκοι πείστηκαν να πάνε αλλού για κυνήγι. Ο νικητής τους κοίταξε να χάνονται ανάμεσα στα δέντρα. Το τίμημα που πλήρωσε όμως, για να με προστατεύσει, ήταν βαρύ. Η γκρίζα γούνα του γεμάτη αίμα, η μουσούδα του κομματιασμένη, το πόδι του κουτσό.

Το γεράκι με μια κραυγή βούτηξε μπροστά. Ο πληγωμένος λύκος ακολούθησε. Προχώρησα στο κατόπι τους. Με οδήγησαν σ’ ένα άλλο ξέφωτο πιο ψηλά. Καταμεσής στεκόταν μόνη της μια φλαμουριά. Μια ψηλή φλαμουριά μ’ ασημένια φύλλα και μια τεράστια σκιά. Και κάτω από την σκιά της υπήρχε ένα σπίτι.

Η πόρτα του άνοιξε. Μια γυναίκα βγήκε. Μια γυναίκα με μακριά κόκκινα μαλλιά. Τόσο μακριά και τόσο κόκκινα που νόμιζες ότι φλόγες τύλιγαν το κορμί της.

Το γεράκι κι ο λύκος έτρεξαν κοντά της.

«Καλώς τους», είπε, «πού ήσασταν;»

Το πουλί κάθισε στον ώμο της. Το ζώο έγλειψε το χέρι της.

«Καημένε μου! Είχες δύσκολη μέρα», είπε στον λύκο.

Τότε σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε. Μ’ έβλεπε πρώτη φορά, αλλά ένιωσα ότι με ήξερε ήδη καλά.

«Είσαι κι εσύ πληγωμένος, ξένε».

Έπιασα την πληγή μου.

«Μην την εμπιστεύεσαι», ψιθύρισε μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου. «Είναι γητεύτρα».

Τα μάτια της, σκούρα μπλε μάτια, με είχαν ήδη γητεύσει.

Είπα ότι χρειαζόμουν ένα μέρος να μείνω για το βράδυ. Θα έφευγα το επόμενο πρωί πριν την αυγή.

«Έχεις χρήματα να πληρώσεις, ξένε;» ρώτησε.

Είχα αρκετά για να ανταμείψω την φιλοξενία της. Χαμογέλασε.

Το σπίτι ήταν γεμάτο παλιά έπιπλα και μεθυστικά μυρωδικά.

Μ’ έβαλε να ξαπλώσω σ’ ένα κρεβάτι. Ήμουν αδύναμος κι είχα πυρετό.

Τότε ήταν που μάζεψε τα μαλλιά της κι έδεσε τον κότσο με μια ασημένια καρφίτσα, έναν ασημένιο γάλανθο.

Μου έβγαλε το πουκάμισο. Έριξε νερό, καθάρισε την πληγή, την άλειψε με έλαια και την περιποιήθηκε. Μίλησε για την ληστεία στο εργοστάσιο. Προσποιήθηκα ότι δεν ήξερα για τι πράγμα μιλούσε.

Έφερε κρασί σ’ ένα πήλινο δοχείο. Έβαλε σ’ ένα ποτήρι, πρόσθεσε κάποιο υγρό και μερικά φύλλα και μου το έδωσε. Ρώτησα τι ήταν.

«Πιες το», είπε, «θα σου κάνει καλό».

Ήπια. Ήπια κι ήταν καλό. Το κεφάλι μου αλάφρυνε, ο πόνος γλύκανε, έγινε σχεδόν ηδονικός.

Μίλησε κι άλλο, αλλά τα λόγια της ανακατεύτηκαν με σκέψεις, επιθυμίες κι όνειρα. Οι άκρες των δαχτύλων της έκαψαν το στήθος μου, τα χείλη της έβαλαν φωτιά στην κοιλιά μου κι όταν ήρθε από πάνω μου, έλυσε τα μαλλιά της και πυρπόλησε όλο μου το κορμί. Έχασα τις αισθήσεις μου.

Όταν συνήλθα διψούσα με μια δίψα άσβεστη. Δεν μπορούσα να υπολογίσω πόσο βρισκόμουν σ’ εκείνο το μέρος. Το σπίτι ήταν άδειο, το πήλινο δοχείο στεγνό, τα έπιπλα καλυμμένα με σκόνη και τα αρώματα είχαν εξανεμιστεί.

Η πληγή μου ήταν καλύτερα, είχε σχεδόν γιατρευτεί. Η μνήμη εκείνου του γλυκού πόνου που είχα νιώσει και το άγγιγμά της στοίχειωναν ακόμα το κορμί μου. Η γεύση του κρασιού που είχα πιει και το φιλί της στοίχειωναν ακόμα το στόμα μου.

Πόσα από αυτά συνέβησαν πραγματικά; Κι αν ήταν απλώς παραίσθηση μέσα στον πυρετό;

Ντύθηκα. Βρήκα την ασημένια καρφίτσα ανάμεσα στα ρούχα μου. Την ασημένια νιφάδα που συγκρατούσε τις κόκκινες φλόγες των μαλλιών της.

Κατέβηκα τον λόφο μέχρι το αυτοκίνητο. Άνοιξα το πορτπαγκάζ. Ήταν άδειο. Η βαλίτσα είχε εξαφανιστεί.

Είμαι πίσω στον δρόμο πάλι. Για πόσο άραγε; Μέρες, βδομάδες ή χρόνια; Ποιος ξέρει; Ποιος νοιάζεται;

Δεν κυνηγώ τα χρήματα. Είναι το κρασί και τα φιλιά της που μου λείπουν. Οδηγώ γύρω από το δάσος. Κοιτάζω ψηλά στον ουρανό. Κοιτάζω ανάμεσα στα δέντρα. Περιμένω το γεράκι και τον λύκο να ‘ρθουν να μ’ οδηγήσουν πάλι κοντά της.

Χωρίς τύχη. Προς το παρόν.

Τέλος

Ντεμίρτας, Σελαχατίν – Θάρρος μεταδοτικό

λογοτεχνικό περιοδικό Ένεκεν  τ.44 σ.2 Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος

Θάρρος μεταδοτικό

Κιχ θα πουν να μην ακουστεί
Θα πουν να μην υπάρξει χρώμα
Γελώντας αν εξεγερθείς
Θα πουν να μην ανθίζει γέλιο

Τότε ας γελάσουμε
Μην μένει η εξέγερσή σουορφανή
Ας είναι έγκλημα, βρε αδελφέ
Μην μαραθεί το γέλιο του ανθρώπου

Θα πουν η μέρα μην ανατέλλει
Όπλο στην ελπίδα θα τραβήξουν
Τρέχοντας αν εξεγερθείς
Το έγκλημα σ’ εσένα θα φορτώσουν

Τότε ας τρέξουμε
Μην μένει μόνη η εξέγερσή σου
Ας είναι έγκλημα βρε αδελφέ
Ουφ, μην μου τη σπάτε άλλο

Μετάφραση από τα τουρκικά: Lale Alatlı
Επιμέλεια: Αθηνά Κατσίβελη

Ο Σελαχατίν Ντεμίρτας (Selahattin Demirtaş), γεννήθηκε το 1973 στο Ελάζιγ (Τουρκία). Σπούδασε νομικά. Υπήρξε διευθυντής στην Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και στη Διεθνή Αμνηστία της Τουρκίας. Είναι συμπρόεδρος του Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (HDP) και παραμένει φυλακισμένος από τον Νοέμβριο του 2016. Γράφει διηγήματα και ποιήματα. Το παρακάτω ποίημα γράφτηκε στη φυλακή και απαγορεύτηκε στις 2 Μάιου 2017 ως προπαγάνδα τρομοκρατικής οργάνωσης.

 

Bulaşıcı cesaret

Çıt çıkmasın diyecekler
Renk olmasın diyecekler
Gülerek isyan etmişsin
Gül açmasın diyecekler

Gülelim o zaman
Öksüz kalmasın isyanın
Suçsa suç kardeşim
Gülüşü solmasın insanın

Gün doğmasın diyecekler
Umuda silah çekecekler
Koşarak isyan etmişsin
Suçu sana yükleyecekler

Koşalım o zaman
Yalnız kalmasın isyanın
Suçsa suç kardeşim
Tepesini attırmayın insanın

Αλπασλάν, Χουσεΐν – Ο μουσαφίρης

Ένεκεν τ.40 σ.13, Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος 2017.

Ο μουσαφίρης

Μια πρωτοφανής φιλοξενία
Μια στοργή που δεν είδε σε κανέναν κανείς
Το ιδανικό της ζωής ένα χαμόγελο.
Κι η απόδειξη της ύπαρξής σου οι αγκαλιές
Αυτό που σου χαρίζει μια γάτα, είναι η γαλήνη
μια αποδοχή του χρόνου χωρίς διερεύνηση.
Γίνεται πόθος η νύχτα
χαρά το πρωί του ερωτευμένου.
Τα μυστικά σου σκορπίζονται σε κάθε δωμάτιο
Και της ψυχής σου η πανοπλία κρεμασμένη στην είσοδο
Αφήνει ευχαριστημένα σημάδια στο πάτωμα
ο ιδρώτας του ποδιού σου
Το μεθύσι σου εμπιστεύεται
Το σπαθί σου μένει στο θηκάρι
Το ρολόι ελευθερώνει το ελατήριό του
βουίζουν οι πόρτες
Ένας μαύρος καπνός
ξεγλιστράει από τα παράθυρα
Το φαγητό (στο τραπέζι), τα κρασιά (στο μπουκάλι)
Η λάμψη των ματιών σου στις κόγχες σβήνει
Η μοναξιά χτίζει τον τοίχο της
Αδειάζει μια καρέκλα από το τραπέζι
Μιλάει ο ιδιοκτήτης
Τελειώνει η επίσκεψη
Και φεύγει ο μουσαφίρης
Από τον χρόνο που χάνεται.

Μετάφραση από τα τουρκικά: Lale Alatli
Επιμέλεια: Αθηνά Κατσίβελη

Ο Χουσεΐν Αλπασλάν (Hüseyin Alpaslan) γεννήθηκε το 1980 στο χωριό Γιασσίχıογιουκ που υπάγεται στην επαρχία της Ανζίπαγιαμ του Ντενίζλι όπου κι έζησε μέχρι την ηλικία των 13. Το 1994 αφού εισήχθη στην Στρατιωτική Μουσική Σχολή, μεταφέρθηκε για τα επόμενα τέσσερα χρόνια της ζωής του στο οικοτροφείο στην Άγκυρα. Στο οικοτροφείο αυτό παίζοντας πιάνο και κλαρίνο γνώρισε τον κόσμο της μουσικής καθώς αυτό αποτέλεσε και το ξεκίνημα της μουσικής παιδείας του. Επίσης κατά την παραμονή του ως εσώκλειστος κέντρισε το ενδιαφέρον του η τουρκική και ξένη λογοτεχνία, η φιλοσοφία αλλά τότε ήταν που ασχολήθηκε και με την ποίηση. Το 1998 αποφοίτησε και εν συνεχεία διορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Την εποχή εκείνη συνέχισε να εργάζεται στην Στρατιωτική Φιλαρμονική ενώ παράλληλα συνέχισε την μουσική του εκπαίδευση στο πανεπιστήμιο του Μαρμαρά. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του και όπως προσχεδίαζε αρκετό καιρό πριν λιποτάκτησε από την Στρατιωτική Μπάντα. Παρέμεινε στο ίδιο πανεπιστήμιο ξεκινώντας να παραδίδει μαθήματα κλαρίνου. Μετά από οκτώ χρόνια εργασίας σε αυτό το ίδρυμα αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αγγλία. Έκτοτε συνεχίζει τη ζωή του στo Λονδίνο παραδίδοντας μαθήματα μουσικής, συμμετέχοντας σε ορισμένα μουσικά συγκροτήματα και γράφοντας ποιήματα.

Misafir

Görülmemiş bir konukseverlik
Kimsenin kimsede görmediği bir şefkat
Yaşamın ideali, bir gülümseme.
Ve varlığının kanıtıdır sarılmalar
Huzurdur, sana verdiği kedinin
sorgusuz bir kabul, biçilen zamana.
Şehvet olur gecesi,
sabahı mutluluk aşığın.
Saçılır her odaya sırların
Ve zırhı asılmıştır girişe, ruhunun
Memnun izler bırakır zemine
ayağının teri
Sarhoşluğun güvenir
Kınında durur kılıcın
Saat zembereğini boşaltır
kapılar çınlar
Siyah bir duman
süzülür camlardan
Yemek (sofrada), şaraplar (şişede)
Oyuklarında söner parıltısı gözlerinin
Yalnızlık örer duvarını
Bir sandalye boşalır masadan
Konuşur sahibi mülkiyetin
Misafirlik biter
Ve misafir gider
Biten zamandan.

Hüseyin Alpaslan 1980 yılında Denizli’nin Acıpayam ilçesine bağlı Yassıhöyük Köyü’nde doğdu. 13 yaşına kadar bu köyde yaşadı.  1994 yılında, Askeri Mızıka Okulu sınavlarını kazanarak, 4 yıl yatılı okumak üzere Ankara’ya gitti. Müzik eğitimine, klarinet ve piyano çalarak bu okulda başladı. Yatılı okuduğu bu yıllarda, yerli ve yabancı edebi ve felsefi eserlerle ilgilenmeye ve şiir yazmaya da başladı. 1998 yılında mezun olduktan sonra İstanbul’a atandı. Bu dönemde, askeri bandoda çalışırken, müzik eğitimine Marmara Üniversitesi’nde devam etti. Marmara Üniversitesi’nden mezun olduğunda, uzun zamandır planladığı gibi, firar ederek askeriyeden ayrıldı ve aynı üniversitede klarinet dersleri vermeye başladı. 8 yıl bu kurumda çalıştıktan sonra, 2014 yılında İngiltere’ye yerleşmeye karar verdi. Halen Londra’da müzik dersleri vererek, bazı orkestralarda çalarak ve şiir yazarak hayatına devam etmektedir.

İoannou, Yorgos – Kemal’in Evinde

Evrensel Sanat, S. 295, s. 17, 18.

Kemal’in Evinde

Her yıl dutlar olduğunda, evimizin eşiğine gelerek kibarca avludaki kuyunun suyundan kendisine biraz vermemizi isteyen, siyahlara bürünmüş o kadın bir daha görünmedi. Çok yorgun görünmesine rağmen üzerinde görkemli, asil bir güzelliğin izlerini taşıyordu. Sırf bardağı tutuş şeklini gören, bu kadının bir zamanlar bir soylu olduğunu anlardı. Bardağı geri verirken, hiçbir zaman bize Türkçe olarak söylediği iyi dilekleri eksik olmazdı; tam olarak sözcükleri anlayamasak bile anlamını hissederdik: “Allah size büyük iyiliği versin.” Hangi büyük iyiliği? Hiçbir fikrimiz yoktu.

Avlunun eşiğinde uzun saatler sessizce oturur, yola veya yanda bulunan (Mustafa) Kemal’in evine bakmak yerine, fısıltıyla kendi kendine konuşarak kaçamak bakışlarla bizim evi seyrederdi. Zaman zaman gözlerini kapayıp yüzünü uzaklara çevirir ve tuhaf isimler hecelerdi. O zamanlar tüm mahalleye ve yoldan geçip de isteyen herkese verdiğimiz gibi, ona da dut ağacından meyve vermeyi ihmal etmezdik. Yabancı kadın, sessiz ama içten bir memnuniyetle yerdi bunları. Dutlarımızdan bu kadar çok hoşlanması bize tuhaf gelmezdi. Bizim ağacımız, sulu dutlar veren o alışılmış ağaçlardan değildi. Bizimki büyük, vişne gibi ekşi ve kıpkırmızı meyveler verirdi. Eski ve çok kocaman bir ağaçtı; dallarının boyu iki katlı evimizi geçerdi. Tek bir kötü yanı vardı; yaprakları sert olduğundan ipek böceklerim onları yiyemezdi. Ama tüm Islahhane ve hatta daha da ilerisinde çok meşhur bir ağaçtı.

Tanımadığımız bu kadın eşiğimize ilk oturduğunda, ona dut ikram etmek aklımıza gelmemişti; fakat biraz sonra bahçesine bir tohumunu ekmeyi ne kadar arzuladığını söyleyerek kendisi bizden istedi. Birkaç tanesini yedikten sonra, kalanları bir kâğıda sarıp mutluluktan uçarak yanımızdan ayrıldı.

İkinci sefer, ilkinden iki yıl sonra olmalı, bin dokuz yüz otuz sekiz yılı civarında geldiğinde ise, dutları kâğıda koymadı. Oturdu ve eşikte birer birer yedi. Anlaşılan önceden aldığı tohumlar tutmuştu ama dut vermesi için yıllar geçmesi gerekirdi. Bu ağaç, yavaş büyüyen tüm ağaçlar gibi uzun yıllar yaşar ve geç meyve verir.

Kadın bir sonraki yıl, savaştan biraz önce de geldi. Ama bu sefer ona kuyudan değil, musluktan su verdik. Suyu içmeyi reddetti. Ağzına götürür götürmez bize bakıp dolu bardağı bize geri verdi. Onu çok rahatsız olmuş gördüğümüz için durumu açıklamaya çalıştık. İğrenç ev sahibimiz evin kanalizasyonunu kuyuya nakletmişti. “Suyu mutfağınıza kadar getirdiğime göre, artık kuyuya ihtiyacınız kalmadı,” demişti. Kadının gözleri yaşardı ama bu denli üzülmesinin sebebini bize açıklamadı. Onu teselli etmek için daha fazla dut verdik ve anneannem onu yerinden fırlamasına yol açacak bir şey söyledi: “Bir kutuya koyup daha da fazla verirdik ama uzak yola dayanmaz”. Gerçekten bir şeylerden şüphelenmeye başlamıştık. Onu gördüğümüz bir sonraki seferde, bizden ayrılır ayrılmaz Kemal’in evine doğru gitti; onu orada kaldırımda bir grup Türk ziyaretçi bekliyordu. Biz o zamana kadar onun bizimkilerden, bir kelime bile Yunanca bilmeyen Anadolu Rum kadınlarından biri olduğunu sanıyorduk; ne de olsa nüfus değişimi dili değil de dini esas alarak yapılmıştı. Bu keşfimiz önce bizi sarstı. Evimizin yanında bize sürekli felaketi hatırlatan Kemal’in evinin olduğu yetmiyormuş gibi, şimdi bir de Türkler mi ayağımızın altında olacaktı? Hem bu kadın bizden tam olarak ne istiyordu ki? Bu konu üzerine konuşmadık ama derinden şüphelenmiş şekilde bakıştık. Ama sonraki sözlerimiz, anlayış ve umuttan dolayı bir şekilde hemencecik yüreklerimizin ısındığını gösteriyordu. Biz de oralarda evimizi ve üzüm bağlarımızı bırakmıştık.

Türk kadın savaştan sonra tekrar ortaya çıktı. Biz artık sokağın biraz daha ilerisinde başka bir evde oturuyorduk; fakat bir gün onu, eski evimizin eşiğine mıhlanmış olarak otururken gördük. Onu ilk gören hemen içeri koşup bağırdı: “Türk kadın!” Pencerelere çıktık ve heyecanla ona bakıyorduk. Az kalsın onu evimize davet edecektik; onun ısrarcı özlemi bizi bu kadar duygulandırmıştı. Ama o hiç hareket etmeden çırılçıplak avluyla ıssız eve bakıyordu. Bir İtalyan bombası, dut ağacını yerle bir ederek, şirin ahşap evi yıkamamış olsa da harabeye çevirmişti.

O günden sonra onu bir daha görmedik. Geldi mi, gelmedi mi, kim bilir? Ama gelseydi de oturmak için artık o dolgun mermer eşiği bulamazdı. Ev, uzun zaman önce bir müteahhit çetesine teslim edilmişti ve artık onun yerine en çirkin apartmanlardan biri yükselmişti. Şimdi bu şarlatanlar onu da yıkmaya hazırlanıyorlar. Kim bilir o kurnaz beyinciklerinde ne tür bir plan var.

Bu gerçekleşirse, gece gündüz nöbet tutacağım; özellikle kazma işi temellere geldiğinde belki bu yeni uyumsuz canavarın yapılmasını engelleyebilir ya da en azından geciktirebilirim. Geçen sefer orada, derinlerde, bizim evimizin arsasından başlayıp Kemal’in evine doğru devam eden olağanüstü bir mozaik bulunmuştu. Yetkililer onları durdurmasın diye iyice eğitilmiş işçiler bu mozaiği hızla örttü. Fakat güneş ışığının vurduğu saatlerde mahallede, hayranlıkla karışık çeşitli söylentiler duyuluyordu. Herkes evin eski güzelliğinden ve şöhretinden bahsederken, bu yüksek sesle söylenen sözcükler arasından bir ihtiyar kadının şöyle mırıldandığını duydum: “Bu evde eskiden soğuk sular kadar güzel bir kızı olan bir bey oturuyordu. Bu kız buradan ayrılırken yerlere kapaklanıp, eşiği öpüyordu. Böyle bir çırpınış hayatımda görmedim.”

Yunanca aslından çeviren: Lale Alatlı

Selanikli Yorgos İoannou (Γιώργος Ιωάννου) (1927–1985), Savaş sonrası dönem Yunan edebiyatına damgasını vurmuş en önemli şair ve yazarlardan biridir. Gerçek adı Yorgos Sorolopis olan edebiyatçı Selanik’te doğmuş, Selanik Üniversitesi Felsefe Fakültesi’nin Tarih ve Arkeoloji Bölümü’nü bitirdikten sonra Atina başta olmak üzere Yunanistan’ın çeşitli kentlerinde ve Libya’da öğretmenlik yapmıştır. 58 yaşında basit bir prostat ameliyatı sonrası hastanede yakalandığı bir enfeksiyondan hayatını kaybetmiştir.
Yahudilerin toplama kamplarına gönderilişi, Yunan İç Savaşı, iç göç gibi konulara değinerek tarihe ışık tutan edebi eserlerinin başrol oyuncuları, genellikle yoksul semtlerde yaşayan aileler, işçi sınıfı, göçmenler ve fakirlerdir. Mahalleleri, sokakları, tarihi eserleriyle dönemin çok uluslu Selanik’i, eserlerinin çoğunda sanatçının kendi yaşamını ve tanık olduklarını anlattığı, doğup büyüdüğü kent olarak da karşımıza çıkar.

Στοῦ Κεμάλ τό Σπίτι

Ιωάννου Γιώργος

Δέν ξαναφάνηκε ἡ μαυροφορεμένη ἐκείνη γυναίκα, πού ἐρχόταν στό κατώφλι μας κάθε χρονιά, τήν ἐποχή πού γίνονται τά μοῦρα, ζητώντας μέ εὐγένεια νά τῆς δώσουμε λίγο νερό ἀπ’ τό πηγάδι τῆς αὐλῆς. Ἔμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηροῦσε ὅμως πάνω της ἴχνη μιᾶς μεγάλης ἀρχοντικῆς ὀμορφιᾶς. Καί μόνο ὁ τρόπος πού ἔπιανε τό ποτήρι, ἔφτανε γιά νά σχηματίσει κανείς τήν ἐντύπωση πώς ἡ γυναίκα αὐτή στά σίγουρα ἦταν μιά ἀρχόντισσα. Δίνοντάς μας πίσω τό ποτήρι, ποτέ δέν παρέλειπε νά μᾶς πεῖ στά τούρκικα τήν καθιερωμένη εὐχή, πού μπορεῖ νά μήν καταλαβαίναμε ἀκριβῶς τά λόγια της, πιάναμε ὅμως καλά τό νόημά της: «Ὁ Θεός νά σᾶς ἀνταποδώσει τό μεγάλο καλό». Ποιό μεγάλο καλό; Ἰδέα δέν εἴχαμε.

Καθόταν ἥσυχα γιά ὥρα πολλή στό κατώφλι τῆς αὐλῆς, κι ἀντί νά κοιτάζει κατά τό δρόμο ἤ τουλάχιστο κατά τό πλαϊνό σπίτι τοῦ Κεμάλ, αὐτή στραμμένη ἔριχνε κλεφτές ματιές πρός τό δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε πότε ἔκλεινε τά μάτια καί τό πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ὀνόματα παράξενα. Ἐμεῖς, πάντως, δέν παραλείπαμε νά τῆς δίνουμε μοῦρα ἀπ’ τήν ντουτιά, ὅπως ἄλλωστε δίναμε σ’ ὅλη τή γειτονιά καί σ’ ὅποιον περαστικό μᾶς ζητοῦσε. Ἡ ξένη τά ἔτρωγε σιγανά, ἀλλά μέ ζωηρή εὐχαρίστηση. Δέ μᾶς φαινόταν παράξενο πού τῆς ἄρεζαν τά μοῦρα μας τόσο πολύ. Τό δέντρο μας δέν ἦταν ἀπό τίς συνηθισμένες μουριές, ἀπ’ αὐτές πού κάνουν ἐκεῖνα τά ἄνοστα νερουλιάρικα μοῦρα. Τό δικό μας ἔκαμνε κάτι μεγάλα, ξινά σά βύσσινα, καί πολύ κόκκινα στό χρῶμα. Ἦταν δέντρο παλιό καί τεράστιο, τά κλαδιά του ξεπερνοῦσαν τό δίπατο σπίτι μας. Μοναχά ἕνα κακό εἶχε· τά φύλλα του ἦταν σκληρά καί οἱ μεταξοσκώληκές μου δέν μποροῦσαν νά τά φᾶνε. Ἦταν, πάντως, δέντρο φημισμένο σ’ ὅλο τό Ἰσλαχανέ κι ἀκόμα πιό πέρα.
Τήν πρώτη φορά πού εἶχε καθίσει ἡ ἄγνωστη γυναίκα στό κατώφλι μας, δέ σκεφτήκαμε νά τῆς προσφέρουμε μοῦρα, ὅμως σέ λίγο μᾶς ζήτησε ἡ ἴδια λέγοντας πώς ἤθελε νά φυτέψει τό σπόρο τους στόν μπαχτσέ της. Ἔφαγε μερικά καί τά ὑπόλοιπα τά ἔβαλε σ’ ἕνα χαρτί καί ἔφυγε καταχαρούμενη.

Τή δεύτερη φορά, θά ἦταν κατά τό τριάντα ὀχτώ, δυό χρόνια, πάντως, μετά τήν πρώτη, δέν ἔβαλε μοῦρα στό χαρτί. Κάθισε καί τά ἔφαγε ἕνα ἕνα στό κατώφλι. Φαίνεται πώς ὁ σπόρος ἀπ’ τά προηγούμενα εἶχε ἀποδώσει, ἀλλά γιά νά δώσει καί μοῦρα ἔπρεπε, βέβαια, νά περάσουν χρόνια. Τό δέντρο αὐτό, ὅπως ὅλα τά δέντρα πού μεγαλώνουν σιγά, ζεῖ πολλά χρόνια καί ἀργεῖ νά καρπίσει.

Ἡ γυναίκα ξαναφάνηκε καί τόν ἑπόμενο χρόνο, λίγο πρίν ἀπ’ τόν πόλεμο. Ὅμως τή φορά αὐτή τῆς προσφέραμε νερό ἀπ’ τή βρύση. Ἀρνήθηκε νά πιεῖ τό νερό. Μόλις τό ἔφερε στό στόμα, μᾶς κοίταξε στά μάτια καί μᾶς ἔδωσε πίσω τό γεμάτο ποτήρι. Ἐπειδή τήν εἴδαμε πολύ ταραγμένη, θελήσαμε νά τῆς ἐξηγήσουμε. Ὁ σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας εἶχε διοχετεύσει τό βόθρο τοῦ σπιτιοῦ στό βαθύ πηγάδι. «Τώρα πού σᾶς ἔφερα τό νερό στίς κουζίνες σας, δέ σᾶς χρειάζεται τό πηγάδι», μᾶς εἶχε πεῖ. Ἡ γυναίκα βούρκωσε, δέ μᾶς ἔδωσε ὅμως καμιά ἐξήγηση γιά τήν τόση λύπη της. Γιά νά τήν παρηγορήσουμε τῆς δώσαμε περισσότερα μοῦρα κι ἡ γιαγιά μου τῆς εἶπε κάτι πού τήν ἔκανε νά τιναχτεῖ: «Θά σοῦ τά ἔβαζα σ’ ἕνα κουτί, ἀλλά δέ βαστᾶνε γιά μακριά». Καί πράγματι εἴχαμε ἀρχίσει κάτι νά ὑποπτευόμαστε. Τήν ἄλλη φορά εἴδαμε, πώς μόλις ἔφυγε ἀπό μᾶς, πῆγε δίπλα στοῦ Κεμάλ τό σπίτι, ὅπου τήν περίμενε μιά ὁμάδα ἀπό τούρκους προσκυνητές, πού κοντοστέκονταν στό πεζοδρόμιο. Ἐμεῖς ὥς τότε θαρρούσαμε πώς εἶναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, ἀπ’ τίς πάμπολλες ἐκεῖνες, πού δέν ἤξεραν λέξη ἑλληνικά, μιά καί ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν εἶχε γίνει μέ βάση τή θρησκεία καί ὄχι τή γλώσσα. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή στήν ἀρχή μᾶς τάραξε. Δέ μᾶς ἔφτανε πού εἴχαμε δίπλα μας τοῦ Κεμάλ τό σπίτι, σά μιά διαρκῆ ὑπενθύμιση τῆς καταστροφῆς, θά εἴχαμε τώρα καί τούς τούρκους νά μπερδουκλώνονται πάλι στά πόδια μας; Καί τί ἀκριβῶς ἤθελε ἀπό μᾶς αὐτή ἡ γυναίκα; Πάνω σ’ αὐτό δέν ἀπαντήσαμε, κοιταχτήκαμε ὅμως βαθιά ὑποψιασμένοι. Καί τά ἑπόμενα λόγια μας ἔδειχναν πώς ἡ καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως ἀπό συμπάθεια κι ἐλπίδα. Εἴχαμε κι ἐμεῖς ἀφήσει σπίτια κι ἀμπελοχώραφα ἐκεῖ κάτω.
Ἡ τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τόν πόλεμο. Ἐμεῖς καθόμασταν πιά σέ ἄλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, ὅμως τήν εἴδαμε μιά μέρα νά κάθεται κατατσακισμένη στό κατώφλι τοῦ παλιοῦ σπιτιοῦ μας. Ὁ πρῶτος πού τήν εἶδε, ἦρθε μέσα καί φώναξε: «ἡ τουρκάλα!» Βγήκαμε στά παράθυρα καί τήν κοιτάζαμε μέ συγκίνηση. Παραλίγο νά τήν καλέσουμε ἀπάνω στό σπίτι —τόσο μᾶς εἶχε μαλακώσει τήν καρδιά ἡ ἐπίμονη νοσταλγία της. Ὅμως αὐτή κοίταζε ἀκίνητη τήν κατάγυμνη αὐλή καί τό ἔρημο σπίτι. Μιά ἰταλιάνικη μπόμπα εἶχε σαρώσει τήν ντουτιά κι εἶχε ρημάξει τό καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι, χωρίς νά καταφέρει νά τό γκρεμίσει.

Δέν τήν ξανάδαμε ἀπό τότε. Ἦρθε – δέν ἦρθε, ἄγνωστο. Ἄλλωστε καί νά ‘ρχότανε δέ θά ‘βρισκε πιά τό κατώφλι μέ τό ἀφράτο μάρμαρο γιά νά ξαποστάσει. Τό σπίτι εἶχε ἀπό καιρό παραδοθεῖ σέ μιά συμμορία ἐργολάβων καί στή θέση του ὑψώθηκε μιά πολυκατοικία ἀπ’ τίς πιό φρικαλέες. Τώρα ἑτοιμάζονται νά τήν γκρεμίσουν οἱ γελοῖοι. Ποιός ξέρει τί μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι τό πονηρό μυαλό τους.
Ἄν γίνει αὐτό, θά παραφυλάγω νύχτα μέρα, ἰδίως ὅταν τό σκάψιμο θά ἔχει φτάσει στά θεμέλια, κι ἴσως μπορέσω νά ἐμποδίσω ἤ τουλάχιστο νά καθυστερήσω τό χτίσιμο τοῦ νέου ἐξαμβλώματος. Τήν προηγούμενη φορά εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ στά βάθη ἕνα θαυμάσιο ψηφιδωτό, πού ἄρχιζε ἀπ’ τό οἰκόπεδο τοῦ δικοῦ μας σπιτιοῦ καί συνεχιζόταν πρός τό σπίτι τοῦ Κεμάλ. Τό ψηφιδωτό αὐτό οἱ δασκαλεμένοι ἐργάτες τό σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα γιά νά μήν τούς σταματήσουν οἱ ἁρμόδιοι. Πάντως, τίς ὧρες πού τό ἔβλεπε τό φῶς τοῦ ἥλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια ἀπ’ τήν ἔκθαμβη γειτονιά. Ὅλοι μιλούσανε γιά τήν ὀμορφιά καί τήν παλιά δόξα, μά ἀνάμεσα στά δυνατά λόγια καί τίς φωνές, ἄκουσα μιά γριά νά σιγολέει: «Στό σπίτι αὐτό καθόταν ἕνας μπέης, πού εἶχε μιά κόρη σάν τά κρύα τά νερά. Κυλιόταν κάτω, ὅταν φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δέν ματαεῖδα».

(Ἡ μόνη κληρονομιά, 1974)

Viziinos, Yeorgios – Şarkı

Yeni e edebiyat dergisi S.3. s.13.

Şarkı

Dağların arasından bitip tükenmeksizin,
coşkuyla akan pınar gibi,
gözyaşlarım sessiz sessiz
akar sürekli.

Taşları yumuşatır,
deler sağlam mermerleri,
açtığı derin çatlaklarda
filizlendirir çiçekleri.

Bir tek senin yüreğin
eğilip yumuşamaz,
yalnız senin acımasız yüreğinde
bir yudum aşk çiçeklenmez.

Yunanca aslından çeviren: Lale Alatlı

Yeorgios Viziinos (Γιώργιος Βιζυηνός) (gerçek adı: Yeorgios Mihail Sirmas veya Mihailidis), 1849 yılında Vize’de doğmuş, 1896 yılında 47 yaşında Atina’da hayata veda etmiştir. Yazar, şair, çevirmen ve aydın Viziinos, Yunan edebiyatının en önemli simalarından biri olmuştur.

ᾎσμα

Σὰν τὴν ἀστέρευτη πηγή,
ποὺ βουρβουλᾷ μέσ᾿ στὰ βουνά,
τὰ δάκρυά μου στὴ σιγὴ
κατρακυλοῦν παντοτεινά.

Κάμνουν ταῖς πέτραις μαλακιαίς,
ὀργόνουν μάρμαρα γερά,
καὶ σταὶς βαθειαίς των αὐλακαὶς
βλαστάνουν λούλουδ᾿ ἀνθηρά.

Μόν᾿ ἡ καρδιά σου δὲν μπορεῖ
νὰ λυγισθῇ, ν᾿ ἁπαλυνθῇ
μόνο σ᾿ ἐκείνη τὴν σκληρὴ
ὀλίγη ἀγάπη δὲν ἀνθεῖ.

Edebiyat dergisi Eneken’den Kıbrıs sayısı

3 aylık edebiyat dergisi Eneken, 43. sayısını (Ocak, Şubat, Mart 2017) çağdaş Kıbrıs edebiyatına ayırdı. Adanın ödüllü sanatçılarının yer aldığı dergide, Kıbrıslı Türkler’in eserlerine de Türkçe/Yunanca iki dilde yer verildi. Derginin Kıbrıs sayısının editörlüğünü şair Andreas Karakokinos, Kıbrıslı Türkler’e ait eserlerin editörlüğünü de Lale Alatlı yürüttü.

Viziinos, Yeorgios – Dağlalesi

Yeni e edebiyat dergisi S.3. s.13

Dağlalesi

Tek başına düşünür durur
dağlarda bir kaya.
Bir şarkı tutturmuştur
önünden geçen bir dere.

Sırtını kayaya dayamış,
çiçek açan bir dağlalesi,
anlamaya çalışır
bu şarkı neyin nesi.

Gittikçe daha çok eğilir,
unutur dayandığı kayayı.
“Yoldan geçen bu seyyah
şarkısında ne söylüyor acaba?”

Seyyahı gece gündüz
altın kumsalda bekleyen,
tutkuyla açılmış
bir kucağın şarkısıdır bu.

“Keşke ben olsam,
onu kucaklayacak kız!”
Eğilir çiçek kucaklamak için
azgın akan dereyi.

Fakat öyle eğilince çiçek,
yolar yapraklarını
bütün şiddetiyle su
alır götürür beraberinde.

Şimdi yolunmuş dağlalesinin,
yapayalnız kaldı gövdesi!
Neden, ah neden
kayadan uzaklaştı ki!

Yunanca aslından çeviren: Lale Alatlı

Yeorgios Viziinos (Γιώργιος Βιζυηνός) (gerçek adı: Yeorgios Mihail Sirmas veya Mihailidis), 1849 yılında Vize’de doğmuş, 1896 yılında 47 yaşında Atina’da hayata veda etmiştir. Yazar, şair, çevirmen ve aydın Viziinos, Yunan edebiyatının en önemli simalarından biri olmuştur.

Ἡ ἀνεμώνη

Ἕνας βράχος στὰ βουνὰ
συλλογιέται μοναχός του.
Ἕνα ρυάκι, ποὺ περνᾷ,
κάτι τραγουδάει ἐμπρός του.

Μία ἀνεμώνη, ποὺ ἀνθεῖ
εἰς τὸν βράχο στηριγμένη,
νὰ νοήσῃ προσπαθεῖ
τὸ τραγούδι τί σημαίνει.

Κι᾿ ὅλο σκύφτει πιὸ πολύ,
καὶ ξεχνᾷ τὸ στήριγμά της.
Τί τραγούδι νὰ λαλῇ
ὁ τρεχάμενος διαβάτης;

Τραγουδεῖ γιὰ μία ἀγκαλιά,
ποὺ μὲ πόθον ἀνοιγμένη
στὴν χρυσὴν ἀκρογιαλιὰ
μέρα νύχτα τὸν προσμένει.

-Ἄχ, κι᾿ ἂς ἤμουν, λέγ᾿, ἐγὼ
κείνη ποὺ θὰ τ᾿ ἀγκαλιάσῃ!
Καὶ τὰ ρεῦμα τὸ γοργὸ
σκύβ᾿ ἡ λουλουδιὰ νὰ φθάσῃ,

Μά, σὰν ἔσκυβ᾿ ἔτσι δὰ
τὸ νερὸ μὲ τὴν ὁρμή του
τὰ φυλλάκια της μαδᾷ
τὰ κατρακυλᾷ μαζύ του.

Τώρα στέκει μαδητή,
στέκει στέλεχος μονάχο!
Διατί, ἄχ! διατὶ
ξεστηρίχθηκ᾿ ἀπ᾿ τὸν βράχο!

Kitap sunumu (Serres): Antalya’nın Doğusu

Serres İli Kıbrıslılar Derneği ve N. S. MPATSİOULİS – MOMENTUM Yayınlarının desteğiyle, Marios Mihailidis’in “Antalya’nın Doğusu, Lefkoşa’nın Kuzeyi” adlı romanının sunumu, 18 Nisan 2016 tarihinde Serres’teki Kafe Sofa’da gerçekleştirildi. Okumaya devam et Kitap sunumu (Serres): Antalya’nın Doğusu

Kitap sunumu: Antalya’nın Doğusu …

Marios Mihailidis’in Antalya’nın Doğusu, Lefkoşa’nın Kuzeyi adlı romanının sunumu, 12 Ocak 2016 – 19.00’da Maliaris Kitabevi’nde (Dim. Gounari 39 – Kamara – Selanik)  gerçekleştirildi. Konuşmacılar şair, deneme yazarı Eftixia Aleksandra Loukidou, şair Andreas Karakokinos, kitabın çevirmeni Lale Alatlı’ydı. Okumaya devam et Kitap sunumu: Antalya’nın Doğusu …

Kitap sunumu: Amerika ’62 – Kıbrıs Antolojisi

Geçtiğimiz günlerde Kadıköy’de Akademi Kitabevi-Café’de Defne (İstanbul) ve Dafni (Atina) Türk-Yunan Dernekleri’nin katkılarıyla “Ege’nin İki Yakasından / Barış ve Edebiyat” buluşması gerçekleştirildi. Bu buluşmada iki önemli kitabın tanıtımı yapıldı. Okumaya devam et Kitap sunumu: Amerika ’62 – Kıbrıs Antolojisi